του Χρίστου Μητσιά, εφμ "Αρκαδικοί Ορίζοντες" 6/2014 (αναδημοσίευση)
Ένα επάγγελμα που άρχισε να χάνει το χαρακτήρα του μετά τη δεκαετία του 80’ ήταν αυτό του φωτογράφου. Το επάγγελμα του φωτογράφου άρχισε να εμφανίζεται από το 1845. Έπειτα όμως από το 1870 αρκετοί ήταν αυτοί που επέλεγαν να ασχοληθούν βιοποριστικά με τη φωτογραφία.
Οι φωτογράφοι στην παλιά Τριπολιτσά είχαν για στέκι τους την Πλατεία Αγίου Βασιλείου. Το μοναδικό τους εργαλείο η φωτογραφική μηχανή και μία καρέκλα, άλλοτε για να κάθονται αυτοί και άλλοτε οι πελάτες. Η φωτογραφική μηχανή ήταν ένα τετράγωνο κουτί με τρίποδο που έφτανε το 1.50 μέτρο ύψος περίπου. Στο μπροστινό μέρος υπήρχε ο φακός με την χαρακτηριστική τάπα και στο πίσω μέρος ένα μαύρο πανί που σκέπαζε ο φωτογράφος το κεφάλι του τη στιγμή που κοιτούσε μέσα από το φακό. ( αυτό ήταν απαραίτητο για να διατηρηθεί η σκοτεινότητα του θαλάμου, έτσι ώστε να μην πάρει φως η πλάκα και χαλάσει η φωτογραφία ).
Η στιγμή της φωτογράφησης είχε τα ωραία της. Ο καλός ο φωτογράφος έπρεπε να κανονίσει τη στάση του φωτογραφούμενου. " στρίψε λίγο το κεφάλι σου, βάλε το χέρι σου αλλιώς, χαμογέλα λίγο…." Και όλα αυτά μέχρι να βγει " το πουλάκι".
Έδιωχνε το μαύρο πανί από το κεφάλι του ο φωτογράφος και το γεγονός της φωτογράφησης λάμβανε τέλος. Όλοι χαμογελούσαν και ένιωθαν χαρούμενοι, γιατί έβγαλαν φωτογραφία και θα είχαν την τύχη και εκείνοι να δουν τον εαυτό τους σε χρυσή κορνίζα κρεμασμένη σε κάποιον τοίχο του σπιτιού τους, πάνω σε κάποιο σερβάν ή στο τραπέζι της σαλοτραπεζαρίας.
Υπήρχαν οι εβδομαδιαίες φωτογραφίες σε πολυτελές χαρτί που τις έπαιρνες μετά από 4 με 5 μέρες. Τέτοιες φωτογραφίες έβγαζαν λίγοι, γιατί χρειάζονταν ειδικές μηχανές.
Οι φωτογράφοι, ζαλωμένοι τη μηχανή τους, τραβούσαν φωτογραφίες παντού. Στους δρόμους, στις πλατείες, στις επετειακές εκδηλώσεις, οικογενειακές γιορτές, εκδρομές, παρελάσεις, πανηγύρια κ.α. Πολλές φορές η αναμονή για να πάρεις τη φωτογραφία σου ήταν και θέμα ζήτησης. Έπρεπε να γεμίσει το καρούλι του φωτογράφου και με άλλες φωτογραφίες για να ακολουθήσει η διαδικασία της εμφάνισης του φιλμ. Τα χαρτιά που χρησιμοποιούσαν οι φωτογράφοι τα προμηθεύονταν από την Αθήνα, από τον Αγκοπιάν. Τις ασπρόμαυρες τις τύπωναν στου θαλάμους τους που είχαν στους χώρους εργασίας τους, ενώ τις φωτογραφίες τις έγχρωμες που εμφανίστηκαν μετά το 1970 τις έστελναν για εκτύπωση στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη σε εργαστήρια εκτύπωσης. Τα Πέντε μεγάλα εργαστήρια έγχρωμων φωτογραφιών ήταν Camera, Γεωργατζής, Alpha Color Kodak και Βάττης.
Πολλές φωτογραφίες δυστυχώς αφορούσαν κηδείες. Οι ξενιτεμένοι που δεν μπορούσαν να κάνουν το πολυέξοδο και πολυήμερο ταξίδι για να παραβρεθούν στο λυπηρό γεγονός του συγγενή τους ή του φίλου τους, περίμεναν έστω μία φωτογραφία για παρηγοριά.
Φωτογραφίες που να αφορούν τοπία ή γενικά για καλλιτεχνικό σκοπό υπήρχαν λίγες.
Τα απρόβλεπτα δεν έλειπαν και από τους φωτογράφους. Μια ιστορία που έχει μείνει είναι αυτή με τον Τρίκ ( το παρατσούκλι βγήκε από τα πολλά κόλπα που έκανε εν ώρα φωτογραφίας = τα λεγόμενα Τρίκ). Τον καλούν να πάει στη Νεστάνη να φωτογραφίσει την κηδεία μια γριάς για να στείλουν τις φωτογραφίες στα παιδιά της στο εξωτερικό, επειδή δεν μπορούσαν να παραβρεθούν. Ξεκινά ο Τρίκ και ο συνάδελφός του Χαράλαμπος Καζαντζίδης, με τα πόδια, να πάνε στη Νεστάνη. Μετά από δυο ώρες περπάτημα, ξεθεωμένοι, φτάνουν στο χωριό, τραβάνε τις φωτογραφίες που έπρεπε και αφού συνφάγανε μαζί με όλους τους παρευρισκομένους στην κηδεία επέστρεψαν πάλι ποδαράτα στην Τρίπολη. Ξεδιπλώνουν τα φιλμς και τι να δουν!!!!! Όλες οι φωτογραφίες είχαν πάρει φως.
Τους λύθηκαν τα γόνατα…. τόσος κόπος χαμένος;;; τι θα πουν οι συγγενείς….. και πώς θα πληρωθούν για τον κόπο τους;;; Τότε περνά από το μυαλό τους η εξής φαεινή ιδέα - Πάνε στο φερετροποιείο του Σαμπράκου στη οδό Ουάσιγκτον παίρνουν ένα φέρετρο και το πάνε στο σπίτι τους στο συνοικισμό. Ντύνεται γυναικεία ο Τρίκ και ξαπλώνει μέσα. Όλη του η έγνοια ήταν μόνο στο αποτέλεσμα, η φωτογραφία έπρεπε να είναι οπωσδήποτε σαν αληθινή. Με τα μάτια κλειστά και ακίνητος, όπως το καλούσε η ανάγκη, λέει στο συνεργάτη του, << Χαράλαμπε… μοιάζω για γριά; >>. Βγαίνουν οι φωτογραφίες και τις δίνουν στους συγγενείς της θανούσης, αυτοί από την στεναχώρια τους δεν προσέχουν καλά τη φωτογραφία και αρχίζουν τις φωνές << Μάνα μου, Μανούλα μου >>. Ήταν μια ωραία ιστορία της εποχής εκείνης.
Οι μάρκες φωτογραφικών μηχανών που χρησιμοποιούσαν ήταν: Heag, Girard le reve, Μινόλτα, Νίκον, Κάννον, Kodak Ρετίνα, Φούντζι, κ.α.
Το μέγεθος των φωτογραφιών μέχρι το 1974 ήταν 7Χ10 cm, 10X15 cm, 13X18 cm, πανόραμα 8X22,4 cm. Έπειτα βγήκαν νέα μεγέθη 9Χ13, 13Χ18, 18Χ24, 24Χ30, 30Χ40.
Πρώτοι φωτογράφοι στην Τρίπολη τα τέλη 19ου αιώνα ήταν οι: Αλ. Αλεξανδρόπουλος, Β. Μητρόπουλος και Δημήτρης Αθανασιάδης. Ο τελευταίος είχε μια παράγκα για μαγαζί. στην οδό Μαντινείας, στον κήπο του Σόσσολη.
Τη δεκαετία του 1920 εμφανίζονται οι καινούργιοι φωτογράφοι Ι. Αθανασιάδης, Κ. Γεωργιάδης, Λάζαρος Κομποχόλης και Ι. Καραλής.
Οι φωτογράφοι που είχαν στέκι στις πλατείες ήταν οι: Λεωνίδας Καζαντζίδης ( έξω από το Μαλλιαροπούλειο ), ο Δημήτρης Τσουμπρής, ο Γιάννης Ζαρόγιαννης ( έπειτα ο γιος του ο Θανάσης ), ο Λάμπρος Αναστασιάδης, ο Σινέμογλου, ο Βαγγέλης Παπαδόπουλος, ο Ζαχαρίας Τσαμούλος, ο Δημήτρης Σαλαπάτας και έπειτα ο γιος του Μηνάς και ο Σιούρος Κέντρος- ο επονομαζόμενος Τρίκ.
Οι πιο γνωστοί φωτογράφοι που άφησαν εποχή στην Τρίπολη ήταν οι: Στ. Γιαγιάννος, Δημήτρης Σαλαπάτας και μετά ο γιος του Μηνάς, επί της οδού Κωνσταντίνου ΙΒ, οι οποίοι στο αριστοκρατικό ατελιέ τους χρησιμοποιούσαν χαρτί με μαύρο φόντο.
Στη Διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης το 1931-32 συμμετείχαν οι: Κωνσταντίνος Μητσιανάς και οι Αφοί Σαλαπάτα, οι οποίοι βραβεύτηκαν για τους φωτογραφικούς πίνακες τους που απεικόνιζαν τοπία. Το 1932 στην ίδια έκθεση βραβεύτηκαν και οι φωτογραφίες του μοναδικού Γ. Κομποχόλη.
Έπειτα από τον πόλεμο οι φωτογράφοι άρχισαν να αποκτούν τη δική τους στέγη . Στις βιτρίνες των καταστημάτων τους φιγούραραν φωτογραφίες, μικρές και μεγάλες με πανέμορφα πρόσωπα. Αλλά δεν έλειπαν και φωτογραφίες από την τρέχουσα δουλειά τους.
Από τους πρώτους που άνοιξαν φωτογραφεία στην Τρίπολη ήταν: ο Ιωάννης Αδαμόπουλος στην Γεωργίου Α’ απέναντι από το Μαντζούνειο που έβγαζε εβδομαδιαίες φωτογραφίες, οι Γ. Σαλτάρης και Π. Λεούσης στην οδό Δημητρακοπούλου, ο Διον. Σιμάτος στην οδό Ανακτόρων απέναντι από τον κινηματογράφο ΑΕΛΛΩ, ο Λάμπρος Αναστασιάδης οδό Ανακτόρων ( ΙΒ ) και έπειτα ο γιος του Τάκης στην οδό Παλλαντίου και ο Λάζαρος Κομποχόλης, στην οδό Ερμού με το καλλιτεχνικό του όνομα "ΚΟΜΠΕΛ".
Τα ξαδέλφια Βασίλειος και Γεώργιος Κομποχόλης, οι οποίοι αρχικά άνοιξαν μαζί φωτογραφείο στην οδό Ανακτόρων 21, (απέναντι από το κατάστημα του Νούτσου τα ψιλικά είδη και δίπλα στο υαλοπωλείο του Γιαγιάννου). Το φωτογραφείο αυτό στις 9 Φεβρουαρίου 1945 έπιασε φωτιά και κάηκε. Μετά το γεγονός αυτό μεταφέρθηκαν στην πλατεία Αγίου Βασιλείου πάνω από το φαρμακείο του Παπαδάκου.
Στα χρόνια που πέρασαν το φωτογραφείο το κράτησε μόνος του ο Γιώργος Κομποχόλης και μεταστεγάστηκε για λίγο κάτω από τον Άγιο Βασίλειο. Στο χώρο αυτό κάθισε για λίγα χρόνια και άνοιξε ένα καινούριο φωτογραφείο, στην οδό Γρηγορίου Ε’ όπου έβγαζε εβδομαδιαίες φωτογραφίες.
Ο Γεώργιος Πασχαλίδης, αρχικά άνοιξε φωτογραφείο στην οδό Αγίας Βαρβάρας. Κατά το έτος 1957, μεταφέρθηκε κοντά στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου, επί της οδού Εθνομαρτύρων, στο κτήριο του Σιαμαντούρου. Το έτος 1959, πήγε δίπλα από την ΑΕΛΛΩ. Το έτος 1960 μεταστεγάστηκε στην οδό Ανακτόρων απέναντι από το ξενοδοχείο Ανακτορικόν και τέλος το 1963 απέναντι από την Αγία Παρασκευή.
Ο Αλέκος Σαλαπάτας κράτησε το φωτογραφείο του θείου του Μηνά και στεγάστηκε στην οδό Ανακτόρων 48 (κατόπιν Κων/νου ΙΒ΄) κάτω από το ξενοδοχείο "Ανακτορικόν". Από τους πρώτους φωτογράφους με σπουδές στην Ιταλία ( Μιλάνο ). Ήταν ειδικός στη φωτογραφία πορτρέτου.
Ο Αλέκος Καναβός είχε το φωτογραφείο του στην οδό Μαντινείας ( Κέννεντυ ) αρχικά στον κήπο του Σόσσολη και κατόπιν, απέναντι δίπλα στην ταβέρνα του Κούρου.
Ο Παναγιώτης Ποντίκης στεγαζόταν στην οδό Μαντινείας, απέναντι από τον νεομάρτυρα Παύλο και έπειτα από λίγα χρόνια μεταφέρθηκε λίγο πιο πάνω, ανάμεσα στη ταβέρνα του Μιχαλόπουλου ή Γλατζίνα και την ταβέρνα του Κούρου. Ο γιος του Γιώργος μαζί με τον Β. Μανωλόπουλο στην οδό Ανακτόρων και έπειτα από λίγα χρόνια ο Β. Μανωλόπουλος στην οδό Αποστολοπούλου.
Άλλος ένας άλλος που ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ήταν Γ. Αγριοστάθης.
Υπήρχαν και οι φωτογράφοι των στρατοπέδων που έβγαζαν φωτογραφίες στους νεοσύλλεκτους.
Στην ομάδα αυτή ήταν οι: Βαγγέλης Μπουρτζουκλής, Δ. Τσουμπρής, Σινέμογλου, Γιάννης Ζαρογιάννης, Σιούρος Κέντρος ή Τρικ, Σαββόπουλος, Ζαχ. Τσαμούλος, Β. Μανωλόπουλος, Ιωσήφ Φανουράκης, Γ. Σαλτάρης, Β. Κομποχόλης, Λεωνίδας Καζαντζίδης, Λάμπρος Αναστασιάδης, Αργύρης Κοσμάς και Νίκος Διαμαντόπουλος.
Οι φωτογράφοι είχαν συστήσει σύλλογο. Από τον Σύλλογο πέρασαν πολλοί αξιόλογοι πρόεδροι όπως ο Μηνάς Σαλαπάτας, Γ. Κομποχόλης, Αλέκος Καναβός.
Εόρταζαν στην Παναγία Γρηγορούσα στα Εισόδια της Θεοτόκου.