Milton Rogovin

16 Σεπτεμβρίου 2015



"Οταν γράφτηκα στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια, το 1927, ήταν η εποχή της καλπάζουσας ευημερίας στις Η.Π.Α. Τότε το σλόγκαν ήταν:  ένα κοτόπουλο σε κάθε χύτρα, δυό αυτοκίνητα σε κάθε γκαράζ..."

- "Στα 1931 που αποφοίτησα, η χώρα βρισκόταν στο μέσο μιας οικονομικής καταστροφής που είχε μεγάλη επίδραση πάνω μου, αναφορικά με τις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους. Δεν μπορούσα πια να είμαι αδιάφορος στα προβλήματα των άλλων κι ειδικότερα των φτωχών «των ξεχασμένων», όπως αποκαλούνταν.

Στα τριανταδυό μου χρόνια έπιασα για πρώτη φορά φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου. Μια μικρή Zeiss Super Ikonta Α. Ένας φίλος μού 'δωσε μερικά μαθήματα για τη χρήση της, για την εμφάνιση κι εκτύπωση του φιλμ. Αλλά για πολύν καιρό οι φωτογραφίες μου ήταν οικογενειακού επιπέδου. Η γυναίκα μου, τα τρία παιδιά μου και, κάπου κάπου, μερικά τοπία από τις επισκέψεις μου στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Το μεγάλο μου ενδιαφέρον για τα προβλήματα των μαύρων της κοινότητάς μας ήταν εκείνο που μ' έκανε ν' αρχίσω σοβαρή φωτογραφική δουλειά στα 1958. Για τρία χρόνια αφιέρωσα όλο μου τον ελεύθερο χρόνο φωτογραφίζοντας φτωχούς μαύρους μπροστά στις εκκλησιές τους. Με τη συμπαράσταση του Minor White εκδότη του περιοδικού «Aperture» συμπλήρωσα μια φωτογραφική σειρά με τίτλο «Μαγαζιά, εκκλησιές του Μπάφαλο» που δημοσιεύτηκε στο «Aperture» με μια εισαγωγή του γνωστού μαύρου διανοούμενου Dr. W.E. Du Bois. Η δουλειά μου αναγκαστικά περιοριζόταν στα ελεύθερα απογεύματά μου, στα Σαββατοκύριακα ή στην περίοδο των διακοπών μου. Αλλά σαν οπτομέτρης (οφθαλμομέτρης) κατ' επάγγελμα, είχα ορισμένους ασθενείς που με σύστησαν σε οικογένειες μαύρων. Απ' τις επαφές μου αυτές άρχισα μια νέα σειρά φωτογραφιών με θέμα τη ζωή των μαύρων στα σπίτια τους και την κοινότητά τους.

Milton Rogovin

Το καλοκαίρι του 1962 η γυναίκα μου κι εγώ αρχίσαμε μια νέα σειρά με θέμα τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους στη Δυτ. Βιρτζίνια και στο ανατολικό Κεντάκυ. 'Οσο αύξαιναν οι γνώσεις μας κι οι επαφές μας με την περιοχή τόσο αύξαινε ο σκοπός και το βάθος της δουλειάς μας. Η σειρά των Απαλαχίων συμπληρώθηκε μετά από εννιά καλοκαίρια.

Η εκλογή των θεμάτων μου καθοριζόταν πάντα από το ενδιαφέρον μου για τους «ξεχασμένους». Η Γερμανίδα ζωγράφος  Käthe Kollwitz  έγραψε με γλαφυρότητα τις σκέψεις της για το πώς διαλέγει τα θέματά της. Τις παραθέτω γιατί νομίζω ότι τα συναισθήματά μου είναι παρόμοια:

«Το αληθινό κίνητρο που μ' έκανε να διαλέγω τα θέματά μου κυρίως απ' τη ζωή των εργατών είναι το ό,τι μόνο αυτά τα θέματα μου δίνουν απλά το συναίσθημα που εγώ ονομάζω ομορφιά. Για μένα οι χαμάληδες του Καίνιγκσμπεργκ έχουν ομορφιά. Το ίδιο κι οι Πολωνοί εργάτες πάνω στα πλοία του σταριού. Η πλέρια ελευθερία των κινήσεων των απλών ανθρώπων έχει ομορφιά. Οι μεσοαστοί δεν με συγκινούν. Η ζωή της μπουρζουαζίας είναι σχολαστική. Το προλεταριάτο, αντίθετα, έχει ένα μεγαλείο στους τρόπους, μια απλοχωριά στη ζωή του. Πολύ αργότερα σαν ένιωσα καλύτερα τις δυσκολίες και τις τραγωδίες που υποβόσκουν στη ζωή του προλεταριάτου, όταν συνάντησα γυναίκες που έρχονταν στον άντρα μου για βοήθεια - κι έμεσα σε μένα - συνταράχτηκα από τη δύναμη της μοίρας των προλετάριων. Άλυτα προβλήματα όπως η πορνεία κι η ανεργία με πλήγωσαν, μ' αναστάτωσαν αλλά δυνάμωσαν και την πεποίθησή μου να συνεχίσω τις σπουδές μου γύρω απ' τις φτωχές τάξεις. Το να τους ζωγραφίζω ξανά και ξανά είναι η ασφαλιστική μου δικλείδα. Μόνο έτσι η ζωή είναι υποφερτή για μένα».

Η μικρή απόσταση απ' το γραφείο μου μέχρι τις φτωχογειτονιές, οι γνωριμίες μου με πολλούς μαύρους κι Ινδιάνους, οι επαγγελματικές μου σχέσεις με τους Ιταλούς της περιοχής, οι επαφές μου με τους Ισπανούς, όλα αυτά είναι ό,τι περισσότερο επιθυμεί ένας φωτογράφος. Ποτέ μου πριν, δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος  ,όπως κι η γυναίκα  μου,  για τις σειρές των φωτογραφιών μου. Η περιοχή που διάλεξα αποτελείται από έξη οικοδομικά τετράγωνα.




Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για μια περιοχή που κατοικείται από πολλά χρόνια.
Οταν πρωτόρθα στο Μπάφαλο, το 1938, η περιοχή ήδη είχε γνωρίσει μερικές μετακινήσεις πληθυσμού. Πρώτοι έμειναν εκεί οι Ιρλανδοί, έπειτα οι Γερμανοί, που τους ακολούθησαν οι Ιταλοί.

Τώρα οι πιο εύποροι Ιταλοί έφυγαν και στη θέση τους ήρθαν Πορτορικανοί, Ινδιάνοι, Μαύροι και φτωχοί λευκοί. Με μερικές παραλλαγές αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται σ' εκατοντάδες πόλεις σ' όλη τη χώρα. Οι φτωχοί, «οι ξεχασμένοι» πηγαίνουν στις περιοχές που εγκαταλείπουν οι πιο εύποροι πηγαίνοντας στα προάστια των πόλεων.
'Ισως να γεννηθεί η απορία γιατί θά' πρεπε να κάνω κι εγώ μια σειρά φωτογραφιών πάνω στο ίδιο θέμα μια που υπάρχουν ήδη οι σειρές των Jacob Riis, Lewis Hine και η πιο πρόσφατη του Bruce Davidson. Προσωπικά θα χάσω περισσότερα αν τους εγκαταλείψω. Η σιωπή δεν λύνει τα προβλήματά τους. Θυμάμαι μια δωδεκάχρονη «ξεχασμένη» καθώς μου τραγουδούσε το αγαπημένο της τραγούδι «Το Λαχείο». Λαχταρούσε να κερδίσει τον πρώτο αριθμό για να λύσει τα προβλήματα της οικογένειάς της, όπως πολλοί «ξεχασμένοι» επιθυμούν. Αλλά θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλες πιο πρακτικές λύσεις για τα προβλήματά τους εκτός απ' τα λαχεία.

Γι' αυτό κι εγώ «με τον δικό μου τρόπο» θ' ανιστορήσω ξανά τη ζωή των «ξεχασμένων». 'Ενα απόσπασμα από «Το πλάσιμο ενός Αμερικανού», του Jacob Riis, ταιριάζει εδώ:
«Χρειάζονται να ειπωθούν πολλά για να καταλάβει μια πόλη τα λάθη της. Γι' αυτόν τον σκοπό ήμουν εκεί. Κι όταν όλα έδειχναν ότι τίποτα δεν προχωρούσε προς τον σκοπό μας, πήγαινα κι έβλεπα έναν λιθοξόο που χτυπούσε με τη βαριά και το καλέμι την πέτρα του. Ισως να την είχε χτυπήσει ίσαμε εκατό φορές μέχρι τότε κι όμως ούτε ένα απολειφάδι δεν έφευγε από πάνω της. Στο εκατοστό πρώτο όμως χτύπημα έσπαζε στα δύο. Κι εγώ ήξερα ότι δεν ήταν το τελευταίο χτύπημα που την έσπασε αλλά όλα τα προηγούμενα».

αφήγηση του ιδίου
πηγές: περιοδικό "Φωτογραφία" 1978, (αναδημοσίευση), miltonrogovin.com











"Οι πλούσιοι έχουν τους δικούς τους φωτογράφους, εγώ φωτογραφίζω αυτούς που τους έχουν ξεχάσει"  Milton Rogovin






Milton Rogovin

κείμενο Μαριάννα Τζιαντζή, (αναδημοσίευση)



Μαθαίνοντας για έναν φωτογράφο


Στην Δημοσιογραφία συχνά σημαίνει να λες "ο λόρδος Τζόουνς πέθανε" σε ανθρώπους που ούτε καν ήξεραν ότι ο λόρδος Τζόουνς ζούσε». Αυτός ο αφορισμός, που τον έχει διατυπώσει ένας μετρ των βρετανικών γραμμάτων, ήρθε στο νου μου όταν διάβασα ότι στις 18 Ιανουαρίου πέθανε στο Μπάφαλο των ΗΠΑ, σε ηλικία 101 ετών, ο φωτογράφος Μίλτον Ρογκόβιν. Οχι επειδή δεν ήξερα ότι υπήρχε ένας διάσημος φωτογράφος Ρογκόβιν (όπως υποθέτω ότι δεν το ήξεραν εκατομμύρια Ελληνες), αλλά επειδή, από τον τρόπο που τελικά μάθαμε, μέσες άκρες, ποιος ήταν, φαίνεται ότι δημοσιογραφία συχνά σημαίνει να λέμε «ο Ρογκόβιν πέθανε» τη στιγμή που δεν ξέραμε καν ότι ζούσε, αλλά και -αυτό είναι το χειρότερο- χωρίς να ενδιαφερόμαστε να μάθουμε ποιος ήταν.

Η είδηση για το τέλος του μεταδόθηκε από διεθνή πρακτορεία, έφτασε στον ελληνικό Τύπο, αλλά και σε πάμπολλα sites, γεγονός που δείχνει ότι πολλοί συγκινήθηκαν μαθαίνοντας όχι για τον θάνατο, αλλά για την ύπαρξη ενός ανθρώπου που αποτύπωσε σε δεκάδες χιλιάδες φωτογραφίες εκείνους που ζουν και εργάζονται στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης.

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη Μίλτον Ρογκόβιν αποτύπωσε βιομηχανικούς εργάτες και μεταλλωρύχους (συχνά τα ίδια πρόσωπα και στη δουλειά και στη γειτονιά και στο σπίτι τους και σε διαφορετικές χρονολογίες) όχι μόνο στο Μπάφαλο, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του διατηρώντας ένα κατάστημα οπτικών, αλλά και σε πολλές χώρες. Το καβαφικό «πρώτο σκαλί» της φωτογραφικής τέχνης στην πόλη το πάτησε αργά, στα 47 του χρόνια. Τη νεότητά του σφράγισαν η Μεγάλη Υφεση του '30 και η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, ενώ την ωριμότητά του ο κατατρεγμός, η επαγγελματική πτώση και η κοινωνική απομόνωση που γνώρισε στα χρόνια του μακαρθισμού. «Μίλησε» με τις φωτογραφίες του γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει αλλιώς, αν και, για την ακρίβεια, άφησε τους αγνοημένους, τους «ξεχασμένους» να μιλήσουν μέσα από τις πάντα ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, συνεχίζοντας και ανανεώνοντας την πλούσια αμερικανική παράδοση του κοινωνικού φωτογραφικού ρεπορτάζ.




Οπως ο Βαν Γκογκ στα τέλη του 19ου αιώνα, έτσι και ο Ρογκόβιν νοιάστηκε για τους «Πατατοφάγους» της δικής του εποχής, τους ανθρώπους της τίμιας χειρωνακτικής δουλειάς - όταν υπήρχε ακόμα δουλειά, αλλά και αργότερα, όταν οι δουλειές πέταξαν μακριά και ήρθαν η αποβιομηχανοποίηση και η παρακμή. Δεν φωτογράφισε την τωρινή κρίση, αλλά οι κεραίες του είχαν συλλάβει τα προδρομικά σημάδια της. Στα 90 του, όταν πια δεν μπορούσε να ταξιδεύει στο εξωτερικό ή να παίρνει τους δρόμους και να επισκέπτεται ορυχεία και εργοστάσια, έγραψε το πρώτο του ποίημα (και ας μην είχε έως τότε γράψει ούτε ένα στίχο!).

Ο Ρογκόβιν δεν ήταν ένας άσημος και περιθωριακός, αλλά ένας αναγνωρισμένος, δοξασμένος φωτογράφος. Ταυτόχρονα όμως ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος που πέρασε από χίλια μύρια κύματα χωρίς να βουλιάξει, χωρίς να χάσει το πάθος για δημιουργία και το ενδιαφέρον για την πολιτική και τους ανθρώπους. (Στα 95 του πήρε μέρος σε μια διαδήλωση διαμαρτυρίας για τα βασανιστήρια στο Ιράκ!) «Ποτέ μην εγκαταλείπεις» ήταν το σύνθημά του, ακόμα και όταν σκοντάφτεις σε ένα βουνό από προβλήματα.

Σήμερα αξίζει να δούμε τις φωτογραφίες του Ρογκόβιν (κάτι σχετικά εύκολο), καθώς αυτές δείχνουν ότι η οικονομική κρίση, ο πόλεμος, οι δύσκολες καταστάσεις μέσα στις οποίες εκείνος σφυρηλατήθηκε ως κοινωνική προσωπικότητα, οι φουρτούνες και τα στραπάτσα δεν γεννούν μόνο στρατιές ηττημένων, δεν γεννούν μόνο την τυφλή οργή ή τον κυνισμό και την παραίτηση. Πάντα γεννούν, μπορούν να γεννήσουν και το αντίθετό τους.