Φωτογραφίζοντας την Νέα Υόρκη τις δεκαετίες 1940 - 1950
Γεννήθηκε στο Πίτσμπεργκ της Πενσυλβανίας τον Δεκέμβριο του 1923 και πέθανε τον Νοέμβριο του 2013 στην Νέα Υόρκη. Ο Leiter φοίτησε σε θρησκευτικό σχολείο στην Πενσυλβάνια για να γίνει ραβίνος. Σε ηλικία 23 ετών όμως το εγκατέλειψε, μετακομίζοντας στην Νέα Υόρκη για να ασχοληθεί με την Τέχνη. 'Ηρθε σε επαφή με τον Εξπρεσιονιστή ζωγράφο Richard Pousette-Dart ο οποίος του έδωσε και τα πρώτα μαθήματα Ζωγραφικής.
Ο Pousette-Dart και ο Eugene Smith ενθαρρύνουν τελικά τον Leiter να ασχοληθεί περισσότερο με την Φωτογραφία. Ξεκινά τις πρώτες του ασπρόμαυρες λήψεις με μία Leica των 35mm. Το 1948 αρχίζει να ασχολείται με το έγχρωμο φίλμ, ταυτόχρονα δε, συνδέθηκε με τους Robert Frank και Diane Arbus με τους οποίους συνδιαλέχθηκε φωτογραφικά. 'Ετσι άρχισε να δημιουργείται αυτό που έλεγε ο Jane Livingston "Η Φωτογραφική Σχολή της Νέας Υόρκης" τις δεκαετίες του 1940 και του 1950.
Saul Leiter
Πρωτοπόρος της έγχρωμης φωτογραφίας, παρέμεινε αφανής ως τα 80 του χρόνια, όταν τον ανακάλυψαν εκ νέου οι επιμελητές εκθέσεων και οι κριτικοί. Ακόμα και τότε, όμως, ο Leiter αισθανόταν αμήχανος μπροστά σ’ αυτήν την αναγνώριση, που ήρθε με τόση καθυστέρηση.
«Μα τι βρίσκουν όλοι όσοι λένε πως είμαι καλός;» ρώτησε τον Tomas Leach, σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ "In No Great Hurry:13 Lessons of Life with Saul Leiter (2012)". Και συνέχισε: «Δεν παίρνω και τόσο στα σοβαρά το φοβερό ταλέντο αυτού του κύριου Leiter».
Το φοβερό ταλέντο, βέβαια, ήταν προφανές στις φωτογραφίες του, που θύμιζαν πίνακες ζωγραφικής και που αποτύπωναν το ρυθμό της ζωής στους δρόμους τής Νέας Υόρκης, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, με χρώματα φωτεινά, και μάλιστα σε μια εποχή που οι σύγχρονοί του φωτογράφιζαν σε ασπρόμαυρο.
Στην ιστορία της αμερικάνικης φωτογραφίας, ο Stephen Shore και ο William Eggleston είναι εκείνοι που θεωρούνται πως άνοιξαν το δρόμο για την έγχρωμη φωτογραφία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 κι όμως, ο Leiter είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί έγχρωμα σλάιντς Kodachrome δύο δεκαετίες νωρίτερα.
Οι φωτογραφίες του, με τον απαλά φωτισμένο από το νέον λυρισμό τους, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη συνωστισμένη και αεικίνητη Νέα Υόρκη του William Klein ή με την κακόφωνη ενέργεια που χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες δρόμου του Gary Winogrand.
"13 Lessons of Life with Saul Leiter"
«Ο Περιπατητής»
Ο χαρακτηρισμός αυτός υπαινίσσεται πολύ επιτυχημένα την ήρεμη και προσηλωμένη στη λεπτομέρεια προσέγγιση της φωτογραφίας δρόμου από τον Leiter, αν και ο όρος «φωτογραφία δρόμου», όταν χρησιμοποιείται για τις ιμπρεσιονιστικές, ατμοσφαιρικές φωτογραφίες του ακούγεται σχεδόν μειωτικός.
Η πρώτη του φωτογραφική μηχανή ήταν μια Detrola που του χάρισε η μητέρα του το ΄35, μια χρονιά προτού βγάλει η Kodak την πρώτη μηχανή που έπαιρνε φιλμ Kodachrome 35mm.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως ζωγράφος και έτυχε καλής υποδοχής, στις αρχές τις δεκαετίας του ’50 όμως άρχισε να δουλεύει σοβαρά με μια Rolleiflex και το 1951 η σειρά του "The Wedding As a Funeral" δημοσιεύτηκε στο περιοδικό LIFE. Προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας ισορροπούσε ήδη ανάμεσα σε δουλειές πιο καλλιτεχνικές και σε φωτογραφίσεις μόδας για το Harper’s Bazaar, το Elle και την British Vogue. Αυτό εξακολούθησε ως τη δεκαετία του ’80, ενώ το 1992 οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες των πρώιμων χρόνων του συμπεριλήφθηκαν σε κοινή έκθεση με θέμα τη Σχολή της Νέας Υόρκης ανάμεσα σε εκείνες φωτογράφων όπως οι Arbus, Avedon, Davidson, Levitt και Weegee.
Αυτές που ξεχωρίζουν, παρά ταύτα, είναι οι έγχρωμες φωτογραφίες του. Τραβήχτηκαν στο East Village της Νέας Υόρκης, τη γειτονιά του, με την χαρακτηριστική τους θαμπάδα και με μιαν αλλόκοτη οικειότητα ανάμεσα στον ίδιο και τους περαστικούς που συνήθιζε να φωτογραφίζει, πολύ συχνά ως αντανακλάσεις ή μέσα από παράθυρα και βιτρίνες, με τζάμια θολά, βρώμικα ή αχνισμένα, κάτι που κάνει την τελική εικόνα ασαφή και πολυεπίπεδη. Ένα ακόμα συχνό μοτίβο είναι τα διερχόμενα αμάξια και ταξί, με το αβέβαιο περίγραμμα μιας φιγούρας ή ένός χεριού να διακρίνεται. Άλλοτε κυριαρχούν εικόνες ανθρώπων μέσα από μισάνοιχτες πόρτες ή πίσω από κολόνες.
Οι φωτογραφίες της χιονισμένης Νέας Υόρκης αναδεικνύουν έναν αδιαφανή παράξενο κόσμο όπου τίποτε δεν ξεχωρίζει με σαφήνεια. Σε μερικές φωτογραφίες, η ζεστασιά των χρωμάτων του υποχωρεί και δίνει τη θέση της σε αποχρώσεις άτονες, ένα αποτέλεσμα που το πετύχαινε χρησιμοποιώντας έγχρωμα film Kodak που είχαν λήξει.
Το πρωτοπόρο του καλλιτεχνικό όραμα αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε δύο από τις πρώτες του έγχρωμες φωτογραφίες. Η πρώτη, του 1950, ονομάζεται «Τ», από το γράμμα που είναι σχηματισμένο πάνω σε ένα παράθυρο καλυμμένο από ατμούς, περιτριγυρισμένο από γκρίζα θολούρα. Μέσα από το τζάμι αχνοφαίνεται ένα σχήμα χρώματος ροζ, ίσως η ομπρέλα ενός περαστικού, ίσως και όχι. Σχεδόν ένας αφηρημένος πίνακας.
Η δεύτερη, του 1958, ονομάζεται "Walk With Soames". Τα φώτα νέον και οι αδρές πινελιές χρώματος έρχονται σε έντονη αντίθεση με το σκοτεινό απειλητικό κτήριο και με το οικείο περίγραμμα ενός φαναριού, που ξεχωρίζει στον αχνογκρίζο ουρανό. Μια ανθρώπινη φιγούρα μόλις και μετά βίας ξεχωρίζει στη φωτογραφία, αλλά το στοιχείο που προκαλεί δέος είναι οι φόρμες και τα χρώματα.
Eίναι προικισμένος ως φωτογράφος επειδή δε σταμάτησε ποτέ να κοιτάει τη ζωή και τον κόσμο με το μάτι ενός ζωγράφου που ξέρει να αποδομεί και να ανασυνθέτει.
Η Soames Bantry υπήρξε φίλη, μούσα και ερωμένη. Μοντέλο και αργότερα ζωγράφος η ίδια, πέθανε το 2002. «Ο έρωτας έρχεται και φεύγει», έγραψε ο Leiter σε ένα γράμμα που της απηύθυνε μετά θάνατον. «Η φιλία είναι συχνά προτιμότερη, μα όχι πάντοτε… Οι ζωές μας ήταν συνυφασμένες… Προχωρούσαμε παραπατώντας μαζί μες στη ζωή». Ζούσαν κι οι δύο φτωχικά στην ίδια πολυκατοικία αλλά σε διαφορετικούς ορόφους....
" T "
"Walk With Soames"
Soames Bantry
Γεννημένος αμφισβητίας, καλλιτέχνης από εκείνους που προτιμούν την ανωνυμία από τη φήμη, ο Leiter ανήκε σε ένα σπάνιο είδος. Οι φωτογραφίες του, ήρεμες μα και ζωντανές, αποτελούν προϊόντα εκλεπτυσμένης φαντασίας και οξυδερκούς βλέμματος.
Ηταν ζωγράφος πριν γίνει φωτογράφος και η επιθυμία του ήταν να καταγράψει τις εικόνες ακολουθώντας μια γεωμετρία και ξεφεύγοντας από τον κανόνα του ασπρόμαυρου. Δεν είχε καμία σημασία αν το έκανε με ένα πινέλο ή με ένα φίλμ ασπρόμαυρο ή έγχρωμο. Η εστίασή του στο χρώμα και η επιδεξιότητά του με την οποία το χειρίζεται είναι εκπληκτική. Το ίδιο το χρώμα άλλοτε αποκτά διαφάνεια και άλλοτε συμπυκνώνεται με ένα τρόπο ονειρικό έξω από τον ρυθμό και τους χρόνους της πόλης.
Ο ίδιος έχει πει: «Μου αρέσει όταν δεν καταλαβαίνει κανείς με την πρώτη τι βλέπει. Όταν δεν ξέρουμε για ποιον λόγο ακριβώς ο φωτογράφος τράβηξε μια φωτογραφία, όταν δεν ξέρουμε τι μας κάνει να την κοιτάμε και ξαφνικά ανακαλύπτουμε κάτι που βλέπουμε για πρώτη φορά. Αυτή τη σύγχυση την απολαμβάνω».
πηγές: εφμ "Gardian" (μετάφραση: Μαρία Τσάκος, από το DimArt ,απόσπασμα - αναδημοσίευση), εφμ: "Lifo", Wikipedia