Νίκος Ανδρικόπουλος

26 Δεκ 2016



Γεννήθηκε  στον Πειραιά το 1952 , και έφυγε από την ζωή το 2010. Το 1970 αποφοίτησε από το ΙΗ' Γυμνάσιο Αρένων Αθηνών. Το 1971 μετά από δημόσιο διαγωνισμό, προσελήφθη στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, από την  οποία συνταξιοδοτήθηκε το 2008.
Το 1979 παρακολούθησε τα μαθήματα του Κέντρου Ελεύθερων Σπουδών Φωτογραφίας, με καθηγητή τον Δημήτρη Χλιβερό. Την ίδια χρονιά δημιούργησε στούντιο  διαφημιστικής φωτογραφίας στη Νέα Ιωνία. Παράλληλα συνεργάστηκε σαν ελεύθερος φωτογράφος με το Λαϊκό Πειραματικό θέατρο του Δ. Τριβιζά, την ροκ όπερα " Jesus Christ super star", την ταινία του θ. Ρεντζή "Ηλεκτρικός 'Αγγελος", παιδικές θεατρικές παραστάσεις, ταινίες μικρού μήκους, ροκ συναυλίες, καθώς επίσης με εφημερίδες και περιοδικά, ΕΝΑ, ΗΧΟΣ, POP&ROCK, ΜΟΤΟΤΕΧΝΙΚΗ, ΜΟΤΟΝΕΑ κ.α.

Από το 1985 έως το 1999  εργάστηκε  στην Υποδ/νση Δημοσίων Σχέσεων της Εθνικής Τράπεζας ως φωτογράφος. Συμμετέχει με χιλιάδες λήψεις στην παραγωγή δεκατριών πολυθεαμάτων  της Εθνικής Τράπεζας, που εκπροσωπούν την Ελλάδα σε πολλές χώρες και σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, Μουσείο Πούσκιν, Βρετανικό Μουσείο, Μέγαρο UNESCO στο Παρίσι, WORLD EXPO 88' στην Αυστραλία, κ.α. Παράλληλα ειδικεύτηκε στις αντιγραφές έργων τέχνης και στις ειδικές επεξεργασίες των πολύπλοκων λιθογραφικών μασκών, που απαιτούσαν οι παραγωγές των πολυθεαμάτων της Τράπεζας.
Το 1988 παρακολούθησε τα καλλιτεχνικά και τεχνικά μαθήματα του Πλάτωνα Ριβέλλη. Υπήρξε ένα από τα αρχικά μέλη του «Φωτογραφικού Κύκλου».





Προσελήφθη το 1989  ως επιμορφωτής από τη Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης, στο Πρότυπο Τμήμα Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας που τότε λειτουργούσε στο Δήμο Ζωγράφου υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Συμμετείχε  το 1990 ενεργά στην ίδρυση του Club αποφοίτων του Α' και Β' έτους των Τμημάτων Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας του Δήμου, που μετονομάστηκε αργότερα σε Φωτογραφική Ομάδα Ζωγράφου (Φ.Ο.Ζ). Κύρια δραστηριότητα υπήρξε η οργάνωση  workshops με διακεκριμένους εισηγητές,  όπως ο φωτογράφος του Magnum Larry Towell, ο θεωρητικός, δάσκαλος και φωτογράφος Πλάτων Ριβέλλης. ο φωτογράφος του Magnum Νίκος Οικονομόπουλος, ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώτης, η φωτογράφος Μαριλένα Σταφυλίδου κ.α

Από το 1995  έως το 1996 Δίδαξε Φωτογραφία στον Πολιτιστικό Όμιλο Φοιτητών Παν/μίου Αθήνας (Π.Ο.Φ.Π.Α).  Παράλληλα ανέλαβε την Ίδρυση Τμήματος Φωτογραφίας στην Φοιτητική Εστία Ζωγράφου, στο οποίο δίδαξε για ένα χρόνο. Το 1998 ανέλαβε ως βοηθός επιμελητής την μεγάλη αναδρομική έκθεση των έργων του γλύπτη Γερ. Σκλάβου στην Ελλάδα.

0 Νίκος Ανδρικόπουλος δίδαξε αδιαλείπτως αισθητική και τεχνική της φωτογραφίας στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Δήμου Ζωγράφου μέχρι τον πρόωρο θάνατο του.




Στην ΝΕΛΕ

Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο φωτογραφικός χώρος στην Ελλάδα βρισκόταν σε φάση μετασχηματισμού  άρχισε να αναπτύσσεται μία γενικότερη φωτογραφική κουλτούρα που επηρέασε όλο το φάσμα, εφαρμοσμένη εικόνα, ρεπορτάζ, καλλιτεχνική έκφραση, από τον διάσημο και καλοπληρωμένο επαγγελματία ως τον πιο οικονομικά αδιάφορο ερασιτέχνη. Περιοδικά, φωτογραφικά κέντρα και λέσχες, εκθέσεις, καλλιτεχνικά σεμινάρια, η φωτογραφία έμπαινε σε τροχιά.

Κατά τη δεκαετία του '90 τα πράγματα είχαν κάπως μορφοποιηθεί. Ήμασταν μια παρέα φοιτητών. υπήρχε δημιουργικότητα, όρεξη για πειραματισμό και ο χρόνος περίσσευε. Έπεσε και η ιδέα να ψαχτούμε με τη φωτογραφία. Γνωρίζαμε τι εστί φωτογραφική μηχανή, το κόστος αγοράς της ήταν υποφερτό, η τεχνική φάνταζε απλή, γιατί όχι; Πρώτος σταθμός τα φωτογραφικά σεμινάρια του Π.Ο.Φ.Π.Α, της πολιτιστικής λέσχης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήραμε μία γεύση αλλά μας φάνηκε λειψή, οπότε τον επόμενο Σεπτέμβρη βρεθήκαμε να επανασχεδιάζουμε. Οι επιλογές δεν ήταν πολλές, κάποια από τις νεόκοπες ιδιωτικές σχολές ή ο Φωτογραφικός Κύκλος, ή ελεύθερα σεμινάρια δήμων και πολιτιστικών φορέων. Οικονομικά βόλευε μόνο η τελευταία λύση αλλά φοβόμασταν το γνωστικό αποτέλεσμα. Από μηχανής θεοί, δυο τρεις γνωστοί μας το σφύριξαν: "γιατί δεν πάτε στα σεμινάρια του Δήμου Ζωγράφου  στη ΝΕΛΕ ;"  όπως εκ παραδρομής την έλεγαν, "έχει δύο καλούς δασκάλους, γίνεται δουλειά, και από κόστος σχεδόν τίποτα".

Ρωτήσαμε κι άλλο μας πληροφόρησαν ότι υπήρχε ένας επιμορφωτής ροκάς και άνετος, ο άλλος δηλαδή τι ήταν; Ήμασταν μέσα στα μακριά μαλλιά και τα μαύρα ρούχα, ας πάμε στο ροκά είπαμε.
Έτσι ακριβώς ήταν, οι περιγραφές δεν είχαν σφάλει. Απαρχές ασπρίσματος, μακριά κοτσίδα, μουστάκι παλαιάς κοπής, τζην, ροκ περιβολή, αύρα αριστερής ιδεολογίας, άνετο λεξιλόγιο, χαλαρό ύφος, όλα ξεκίνησαν καλά.
Μετά ζοριστήκαμε: ήρθε το ασπρόμαυρο, ο Μπρεσόν. ο Κερτέζ. ο Κουντέλκα. ο Φρανκ, ο Γουίνογκραντ και κάμποσοι ακόμα για να τονίσουν την άγνοιά μας. τη μηδαμινότητά μας. ή στις λίγες στιγμές έπαρσης  να μας μετατρέψουν σε εν δυνάμει ένδοξους καμεροφόρους που σήκωναν Leica αντί για Όσκαρ και γέμιζαν σελίδες βιβλίων με εικόνες που ποτέ δεν θα τραβηχτούν. Και κείνη η υποφωτισμένη κοτσίδα, χαμένη στο ημισκόταδο του προβολέα, με ήρεμη φωνή μιλούσε, εξηγούσε, ανέλυε και μας παρέλυε.
Ένας χρόνος ήταν πέρα από τα μαθήματα έφερε κι άλλα, εκθέσεις, εκδηλώσεις, ομιλίες, εκδρομές. Νέες παρέες φτιάχτηκαν, κάποιοι έρωτες επίσης, η ζωή και φωτογραφία μαζί. Kαι ο Ανδρικόπουλος να συντονίζει την κατάσταση, άφθαρτος ακόμα στα μάτια μας. Μπόλιασε αρκετούς με το μικρόβιο της φωτογραφίας, άλλοι το κουβάλησαν ως «υποψιασμένοι θεατές», όπως έλεγε, κάποιοι λίγοι το πήγαν ακόμα παρακάτω, τους συντρόφεψε και τους συντροφεύει δημιουργικά, μάλλον ελάχιστοι το παράτησαν εντελώς.

Με τον Νίκο συνεχίσαμε να βρισκόμαστε, ήταν ο δάσκαλος μας, έβλεπε τις δουλειές μας, μάθαινε για τις ζωές μας, μας συμβούλευε που και που, πάντα χαλαρά, με αυτή τη συνειδητή έλλειψη κρίσης και κριτικής του επαΐοντα, που διέλυε τις προκαταλήψεις και ηρεμούσε τα ταραγμένα θυμικά.

Λένε πως κάποιοι βασιλιάδες του Μεσαίωνα, όταν πέθαιναν, τεμαχίζονταν και θάβονταν σε διάφορα μέρη του βασιλείου για να διασπείρουν τη συμβολική τους παρουσία. Οι δάσκαλοι φτάνουν σ' αυτό με τρόπο λιγότερο βάρβαρο,  διδάσκοντας γίνονται μικρά κομμάτια, διασπείρονται και εισχωρούν στο πλήθος των μαθητών, κάπου μπορεί να χάνονται, συχνά όμως στεριώνουν, πολλαπλασιάζονται, ανθίζουν. Κι αν τελικά είμαστε μέρος των όσων ζήσαμε, μάθαμε, σκεφτήκαμε και αισθανθήκαμε, καθένας μεταφέρει τη δυσδιάκριτη παρουσία και μνήμη αυτών που τον εκπαίδευσαν.






Μία φιλία χιλιάδων χιλιομέτρων

 

του Νίκου Δημολίτσα

Δύο Nikon, τρεις Leika, μια πανοραμική Linhof, δεκαπέντε φακοί, δύο τρίποδα (ένα βαρύ και ένα ελαφρύ), διακόσια φιλμάκια, δέκα cream crackers Παπαδοπούλου, δύο Teacher's, τρεις κούτες saga, τρεις κούτες john player special. Αυτά φορτώναμε στο θρυλικό μου σαραβαλάκι για να διασχίσουμε με τον Νίκο οριζοντίως και καθέτως, πολλές φορές την Ελλάδα, στις δεκάδες φωτογραφικές μας αποστολές.

Ξεκινούσαμε πάντα στις δώδεκα τη νύχτα, τιμώντας με τον πρόσκαιρο και αφελή μας τρόπο την Γενιά των Μπιτ, τον «Δρόμο» του Κέρουακ και τους απελπισμένους στοίχους του Γκίνσμπερκ: «είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλλα/ υστερικά γυμνά και λιμασμένα/να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή... ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών/ που πηδούσαν στις βεράντες από τις εξόδους κινδύνου από τα περβάζια του Εμ-πάιαρ Στέητ/ πέρα από το φεγγάρι, πολυλογώντας ουρλιάζοντας ξερνώντας ψιθυρίζοντας μνήμες. .. που πλανήθηκαν μεσάνυχτα τριγύρω στις σιδηροδρομικές αλάνες/ κι αναρωτιόνταν που να πάνε, και πήγαν/ και κανείς δεν νοιάστηκε...»

Μας άρεσε να ταξιδεύουμε βράδυ, γιατί ο δρόμος έχανε τις διαστάσεις του, το τοπίο τα χαρακτηριστικά του και ο χρόνος την διάρκεια του. Μια ιδιωτική συνάντηση σε δημόσιο χώρο. Ένας συζητητικός καφές διαρκείας του οποίου η ουσία διασφαλιζόταν από ένα μετακινούμενο κέλυφος σ' ένα μεταβαλλόμενο αόρατο περιβάλλον.

0 διάλογος ξεκινούσε συνήθως μετά τα πρώτα διόδια, μαζί με τη πανηγυρική βεβαιότητα ότι έχουμε επιτέλους μπεί στο τούνελ της προσωρινής μας φυγής...

0 Νίκος άρχιζε πρώτος με τις γνώριμες αιφνιδιαστικές του ερωτήσεις: "Ήθελα καιρό να σε ρωτήσω... πιστεύεις ότι αν όταν ήσουνα μικρός σε έδερνε λιγότερο ο μπαμπάς σου θα γινόσουνα και πάλι καλλιτέχνης; Αν οι σοδειές των αγροτών που θυσιάστηκαν στα σκυλάδικα του θεσσαλικού κάμπου είχαν κεφαλαιοποιηθεί στην ανάπτυξη αγροτικών συνεταιρισμών, πόσο θα ανέβαινε ο δείκτης επάρκειας αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα; Αν ανακαλυπτόταν μια αντικειμενική μονάδα μέτρησης αξιολόγησης του περιεχομένου των έργων τέχνης, θα συνέχιζε να υπάρχει τέχνη: Αν βρισκόταν ένα χάπι. που μεγιστοποιεί την ανάγκη για ταξίδια, θα το συνταγογραφούσαν στις σοσιαλιστικές χώρες; Αν γνώριζες την Ελένη, αυτή όπως ήταν τότε και εσύ όπως είσαι τώρα, θα την ξαναερωτευόσουν;"

Έτσι κυλούσαν τα ταξίδια μας. Έρωτας, Τέχνη, Πολιτική. Απίστευτες συζητήσεις, μνημειώδεις αυτοσαρκασμοί, βαθιές εξομολογήσεις, τρανταχτά γέλια. Ταξίδι το ταξίδι, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο χτίζαμε μια μοναδική φιλία, που θα κρατούσε πολλά πολλά χρόνια. 0 Νίκος, ως γνήσιος διανοούμενος, υπήρξε δεινός συζητητής. Η πολυμάθειά του δεν τον εγκλώβιζε σε άκαμπτα ιδεολογήματα και πολιτικούς  μεσσιανισμούς. 0 υγιής σκεπτικισμός του τον οδηγούσε στο συμπέρασμα, ότι τα σωστά ερωτήματα  πρέπει να εγείρουν νέα ερωτήματα. Πίστευε, ότι η αλήθεια δεν είναι ποτέ οριστική και δεν μπορεί να προσεγγιστεί με δόγματα και βεβαιότητες. Μόνον τα ερωτήματα ανοίγουν τον δρόμο, καθώς διαπερνούν  τα λογικά αναχώματα, υπονομεύουν τις διανοητικές αγκυλώσεις και διαρρηγνύουν κάθε λογής θέσφατα,  που περιορίζουν το βεληνεκές και τη γονιμότητα της σύγχρονης σκέψης.

Με τα χρόνια, προστέθηκε ένα νέο τεράστιο κεφάλαιο στις αναζητήσεις μας. Ήμασταν πλέον και οι δύο δάσκαλοι φωτογραφίας, έχοντας χρεωθεί μια βαριά ευθύνη απέναντι στους μαθητές μας. Μπορεί να είχαμε ικανές απόψεις για την τέχνη, έπρεπε όμως να διαπραγματευτούμε τον τρόπο μετάδοσής τους καθώς και την διδασκαλική μας εικόνα, έτσι όπως θα την εισέπραττε ένα αξιολογικώς ουδέτερο βλέμμα, το οποίο οφείλαμε να διεγείρουμε με θετικό τρόπο, γιατί μέσω αυτής της εικόνας θα κοινωνούσαμε στο ακροατήριο μας τα πιστεύω μας.




0 Νίκος, παρορμητικός πάντα στις επιλογές του επέλεξε τον προσωπικό του δρόμο: ο δάσκαλος διδάσκει μέσω του εαυτού του. Το εκάστοτε αντικείμενο της  διδασκαλίας δεν μπορεί να αυτονομηθεί ποτέ από τον διδάσκοντα. Η διδασκαλία πάντοτε θα χρωματίζεται από τον τρόπο επικοινωνίας και το κοσμοείδωλο του ομιλούντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά του δασκάλου, έλεγε, είναι που δημιουργούν το πλαίσιο μετάδοσης της γνώσης και το καθιστούν λειτουργικό η ανενεργό. Διδάσκεις αυτό που γνωρίζεις με τον τρόπο που το αισθάνεσαι, ο αγωγός μέσω του οποίου μεταδίδεται η γνώση είσαι εσύ. Μόνον έτσι η σχέσεις διδασκαλίας και μαθητείας δικαιώνουν τον πνευματικό τους χαρακτήρα, όταν εδράζονται σε ένα βιωματικό υπόβαθρο. Διαφορετικά, ο κίνδυνος να συμπυκνωθεί μια διδασκαλία σε διανοητικά αιωρήματα, που θα διασπαρούν στο χάος, παραμένει ορατός...

Παρά τις όποιες διαφωνίες μας, στην πράξη διαπίστωνα επί είκοσι χρόνια, ότι οι μαθητές του Νίκου, είχαν αναπτύξει με την φωτογραφία μια σχέση αλλιώτικη, μια σχέση πίστης, γοητείας, μαγείας. 0 Νίκος σίγουρα κρυβόταν πίσω από αυτό. Γιατί σαν δάσκαλος «λειτούργησε» τελικά αυτό που υπήρξε σαν άνθρωπος: ήρεμος και πνευματικά ανήσυχος, ενθαρρυντικός και αδογμάτιστος, στάθηκε σύμμαχος και αλληλέγγυος στις αγωνίες των μαθητών του. Γιατί απλά αγαπούσε τους ανθρώπους και πίστευε ότι οι ζωές των άλλων αξίζουν κάθε μας προσοχή. Έτσι, άθελά του, άφηνε τη θετική του αύρα να εισέρχεται αβίαστα σε αυτές...

Όταν αρχίσαμε, ήμασταν παιδιά. Μετά που μεγαλώσαμε, χάρη στους μαθητές μας, παραμείναμε παιδιά. Τώρα στα πενήντα μου και κάτι, συχνά αναπολώ τις ατέλειωτες ταξιδιωτικές μας συζητήσεις. Μερικές φορές, σκέφτομαι ότι σιγά σιγά τα χιλιόμετρα τελειώνουν, οι δρόμοι στενεύουν, ο χρόνος γίνεται πιό βαρύς, και ίσως δεν προλαβαίνει κανείς να τα ξαναζήσει όλα αυτά. Προσπαθώ ν'αναθαρρήσω λοιπόν, και τότε ξανάρχονται με επιμονή, τα λόγια του Mac Carthy που με στοιχειώνουν από τη στιγμή που μου είπες ότι είσαι βαριά άρρωστος...

«έχουμε μια φωτιά μέσα μας, αυτή μας δείχνει τον δρόμο...»




επιμέλεια J. Eco
(αναδημοσίευση - απόσπασμα  και  φωτογραφίες, από το λεύκωμα μαθητών του αφιερωμένο στον Δάσκαλο  Νίκο Ανδρικόπουλο)