Liu Bolin

10 Απριλίου 2017


Η ενσωμάτωση στο Περιβάλλον


Γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1973, στην επαρχία Shandong. Έλαβε το πτυχίο του στις Καλές Τέχνες από την Shandong College of Arts το 1995 και κατόπιν Master από την Κεντρική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Πεκίνου το 2001. Ανήκει στη γενιά που ενηλικιώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Κίνα αναδύθηκε από τα συντρίμμια της Πολιτιστικής Επανάστασης και άρχιζε να απολαμβάνει την ταχεία οικονομική ανάπτυξη και τη σχετική πολιτική σταθερότητα.
Από την πρώτη του ατομική έκθεση στο Πεκίνο το 1998, ο Liu έτυχε διεθνούς αναγνώρισης. Το έργο του διακρίθηκε και άρχισε να εκτίθεται σε μουσεία και γκαλερί της Δύσης, μετατρέποντάς τον παράλληλα και σε ένα είδος πρεσβευτή της χώρας του.

Το 2005 η προσπάθεια καταστολής του νέου ρεύματος στην τέχνη από την επίσημη κυβέρνηση και η καταστροφή του πολιτιστικού χωριού Beijing Suo Jia Cun, όπου βρισκόταν τα στούντιο όλων των πρωτοπόρων καλλιτεχνών, σηματοδότησε τη νέα του εικαστική έκφραση, την οποία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως μέσο μιας σιωπηλής διαμαρτυρίας, μια μορφή κοινωνικής και πολιτικής κριτικής των πρακτικών της χώρας του στα χρόνια της μετά Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ο Liu δημιούργησε τη σειρά «Απόκρυψη στην Πόλη», όπου μέσα από τη χρήση του καμουφλαρισμένου σώματός του, προσπαθεί να περάσει ένα μήνυμα και να μεταφέρει όλη την αγωνία του για τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα που συνόδεψαν την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, αλλά και για το μέλλον όλης της ανθρωπότητας.



Liu Bolin


Κατεξοχήν ζωγράφος και γλύπτης, μέσω της νέας εικαστικής του έκφρασης αναδείχθηκε και δεινός φωτογράφος. Ανάλογα με το τι θέλει να αποκαλύψει, αν είναι μια έννοια, μια θέση, ένα πολιτικό περιβάλλον ή τον πολιτισμό μιας χώρας, επιλέγει το μέρος που τον συγκινεί περισσότερο και του δίνει το απαραίτητο ερέθισμα για να δημιουργήσει το έργο του, τοποθετεί το μοντέλο του και το φωτογραφίζει. Κατόπιν επεξεργάζεται με σχολαστικό σχεδιασμό τις ευθείες και καμπύλες που του δίνει η εικόνα και επιλέγει τα κατάλληλα χρώματα. Το τελικό μοντέλο τις περισσότερες φορές είναι ο ίδιος, ο οποίος παραμένει ακίνητος για πάνω από δέκα ώρες ορισμένες φορές, έως ότου επιτευχθεί η ζωγραφική του σώματος που θα τον μετατρέψει σε μια χαμαιλεόντια αόριστα διακριτή σιλουέτα. Παρά το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι η φωτογραφία, η ένταση ανάμεσα στο σώμα και το τοπίο είναι μια εκδήλωση της απίστευτης κοινωνικής και φυσικής μεταβολής.

Ο Liu χρησιμοποιεί πάντα αναλογική μηχανή και όχι ψηφιακή και όσο και αν φαίνεται περίεργο στους περισσότερους δεν γνωρίζει από επεξεργασία εικόνας μέσω Photoshop. Όλα γίνονται με τα μάτια, την καρδιά και το μυαλό.
Η τεχνική αυτή του Λιου Μπολίν εκμεταλλεύεται τις νευροφυσιολογικές αρχές λειτουργίας αλλά και τους περιορισμούς της ανθρώπινης όρασης ενώ, παράλληλα, καθιστά ορατά τα εγγενή όρια των διακριτικών ικανοτήτων του οπτικού μας εγκεφάλου, όταν αυτός προσπαθεί να δώσει κάποιο νόημα στα οπτικά ερεθίσματα που δέχεται αδιάκοπα.
Αν και η πρώτη εντύπωση για τους θεατές προκαλείται από την πρωτοτυπία και την άψογη τεχνική εκτέλεση, ωστόσο οι φωτογραφίες του προσφέρουν αρκετές πολιτικές και φιλοσοφικές αναγνώσεις.









Η όραση δεν είναι ποτέ μια παθητική-φωτογραφική αναπαράσταση


Συχνά περιγράφουμε τα μάτια σαν φωτογραφικές μηχανές ή, έστω, σαν κινηματογραφικές κάμερες υψηλής ακριβείας.
Οπως οι φωτογραφικές μηχανές, τα μάτια υποτίθεται ότι συλλαμβάνουν πιστές «εικόνες» της πραγματικότητας τις οποίες και αποστέλλουν στα ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου τα οποία τελικά τις «βλέπουν».
Πρόκειται για μια εντελώς παραπλανητική μηχανιστική αναλογία που δεν εξηγεί τίποτα για τις αξιοθαύμαστες βιολογικές διεργασίες της όρασης. Επιπλέον, η άκριτη αποδοχή αυτής της τεχνολογικής μεταφοράς συσκοτίζει τις δομικές και λειτουργικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην παθητική φωτογράφιση και την ενεργητικότατη, εύπλαστη και κυρίως δημιουργική βιολογική όραση.
Εξάλλου, καμία φωτογραφία, όσο τεχνικά άψογη κι αν είναι, δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα και σκοπό ύπαρξης αν δεν υπήρχε η ανθρώπινη όραση για να τη θαυμάσει!
Ομως, αυτή η κοινότοπη τεχνολογική αναλογία μάς υποβάλλει και μια άλλη, ακόμη πιο επικίνδυνη παρανόηση: ότι όπως η φωτογράφιση υλοποιείται από μια φωτογραφική μηχανή, έτσι και η όραση εξαντλείται στη λειτουργία των ματιών.
Για να αντιληφθεί κανείς πόσο παραπλανητική είναι η ιδέα ότι «βλέπουμε με τα μάτια», αρκεί να παρατηρήσει για λίγο τη συνολική αναπαράσταση των όσων γνωρίζουμε σήμερα για την πολυεπίπεδη ανατομική οργάνωση της όρασης: από τα μάτια μέχρι τον οπτικό φλοιό.
Ο διάλογός μας με το ορατό φως ξεκινά όταν αυτό περνά μέσα από τον κερατοειδή χιτώνα, ο οποίος κάμπτει τις ακτίνες φωτός και τις στέλνει μέσω της κόρης στην ίριδα, τον ημιδιαφανή μυ που ρυθμίζει το άνοιγμα της κόρης, καθορίζοντας έτσι την ποσότητα του φωτός που θα εισέλθει στο εσωτερικό του ματιού.





Πίσω από την ίριδα βρίσκεται ο κρυσταλλοειδής φακός ο οποίος μπορεί, ανάλογα με τις οπτικές μας ανάγκες, να μεταβάλλει το σχήμα του ώστε να εστιάζουμε καλύτερα την οπτική σκηνή.
Το φως που εστιάζεται από τον κερατοειδή και τον φακό διατρέχει το υαλοειδές σώμα στο εσωτερικό του βολβού και τελικά απορροφάται από τα αμιγώς φωτοϋποδεκτικά κύτταρα (κωνία και ραβδία) που υπάρχουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα.
Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας είναι επομένως το πιο εξωτερικό τμήμα του νευρικού συστήματος που λειτουργεί ως «διεπιφάνεια» η οποία φέρνει σε επαφή τον εγκέφαλο με το φως, αφού μόνο τα φωτοευαίσθητα κύτταρά του είναι σε θέση να μεταφράζουν τη «γλώσσα» του φωτός στη «γλώσσα» του εγκεφάλου.
Ολα αυτά όμως αποτελούν μόλις το πρώτο, καθαρά «επικοινωνιακό», βήμα για τη δημιουργία των οπτικών σημάτων που είναι απαραίτητα για να τεθεί σε λειτουργία ο οπτικός εγκέφαλος και να μας πει τι είναι αυτό που τελικά «βλέπουμε».


κείμενο: Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Σπύρος  Μανουσέλης "εφ. Συντακτών"
επιμέλεια: J.Eco