«Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, που για περισσότερο απο μισό αιώνα έκανα ένα επάγγελμα που αγαπούσα»
Ο Aisenstaedt γεννήθηκε το 1898 στη Δυτική Πρωσία, πήγε σχολείο και Πανεπιστήμιο στο Βερολίνο. Νεαρός ακόμα, για να επιβιώσει πουλούσε κουμπιά και ζώνες και παράλληλα, τον ελεύθερο χρόνο του, άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία. Σιγά σιγά γοητεύεται από αυτήν και ασχολείται ολοένα και περισσότερο μαζί της.
Το 1920 γεννιέται στη Γερμανία και στη Ρωσία ένα καινούργιο μέσο ενημέρωσης, το εικονογραφημένο περιοδικό, το οποίο αποτελείται από σχέδια που διαδοχικά εκτοπίζονται από φωτογραφίες μοντέρνας αισθητικής. Τώρα οι εικόνες παίζουν τον ίδιο ρόλο με το κείμενο και πολύ συχνά η σχέση λόγος-εικόνα αντιστρέφεται. Η δυναμικά εικονογραφημένη ιστορία, το φωτογραφικό ρεπορτάζ, καθοδηγεί το λόγο. Ο τρόπος απεικόνισης της πραγματικότητας είναι εντελώς καινούργιος. Μοναδικές και ανεπανάληπτες στιγμές της καθημερινότητας, μαζί με τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα, παρουσιάζονται χωρίς καμιά προσπάθεια ωραιοποίησης. Στόχος των φωτογράφων δεν είναι να δείξουν ωραίες φωτογραφίες, αλλά να διευκολύνουν την ανθρώπινη επικοινωνία, να γίνουν μάρτυρες του καιρού τους και να ενημερώνουν υπεύθυνα τους αναγνώστες.
Alfred Aisenstaedt
Το 1929 ο Aisenstaedt γίνεται επαγγελματίας φωτογράφος του Πρακτορείου Ηνωμένου Τύπου του Βερολίνου και του ανατίθεται να καλύψει την απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας στον Τόμας Μαν. Από τότε ταξιδεύει συνέχεια και φωτογραφίζει αρχηγούς κρατών, μεγάλα γεγονότα, την Αιθιοπία παραμονές πολέμου με την Ιταλία, προσωπικότητες κ.τ.λ. Οι φωτογραφίες του δημοσιεύονται και προκαλούν μεγάλη εντύπωση για την καθαρή και απλή περιγραφή των γεγονότων. Η υπομονή του για την αναζήτηση μιας σημαντικής φωτογραφίας είναι παροιμιώδης.
Κάποια φορά περίμενε ως τις τέσσερις το πρωί για να φωτογραφίσει τον Χίτλερ και τον Μουσσολίνι να ανταλλάσουν, μετά το τέλος των συνομιλιών τους, χειραψία. Μια άλλη φορά, για να φωτογραφίσει κάποια κτίρια του Αμβούργου, περίμενε αρκετά ως τη στιγμή που μια κομψή γυναίκα μπήκε στο κάδρο. 'Αλλες φορές πάλι, περίμενε ώρες ολόκληρες για έναν άνθρωπο, ένα σκυλί ή μια γάτα να φανεί και να προσθέσει έτσι την απαραίτητη λεπτομέρεια στην εικόνα.
Πριν μεταναστεύσει στην Αμερική, κατόρθωσε να αποθανατίσει το παγερό ύφος του Γ. Γκαίμπελς, Υπουργού Προπαγάνδας του Χίτλερ, στη 15η Συνέλευση των Εθνών στη Γενεύη (1933). Ο Γκαίμπελς, περιτριγυρισμένος από συμβούλους, κάθεται στον κήπο του ξενοδοχείου του όταν ξαφνικά βλέπει το φωτογράφο. Τη στιγμή αυτή (το αποφασιστικό αυτό δευτερόλεπτο) συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του όλη η δυσαρέσκεια και ο θυμός.
Γκαίμπελς, Γενεύη 1933
Σχετικά με αυτή τη φωτογραφία, που πέρασε στην ιστορία της εικονογραφίας του αιώνα μας, γράφει ο ίδιος: «Όταν τον πλησίασα στον κήπο του ξενοδοχείου του, με κύτταξε με μάτια γεμάτα μίσος και περίμενε ότι θα φοβόμουνα. 'Ομως εγώ δεν φοβήθηκα. Όταν κρατώ στα χέρια μου τη μηχανή, δεν φοβάμαι τίποτα». Την εποχή εκείνη, αντίθετα από σήμερα, οι πόρτες δεν άνοιγαν εύκολα σ' έναν φωτορεπόρτερ. Σημαντικές προϋποθέσεις για να μπει κανείς στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ήταν η μόρφωση και η σοβαρή εμφάνιση. Και ο Aisenstaedt μαζί με τον Σάλομον, εκπληρούσαν υποδειγματικά τις προϋποθέσεις του «τζέντλεμαν» φωτογράφου.
Το 1935, με την άνοδο του Γ' Ράιχ, η φωτογραφία τύπου γίνεται μέσο προπαγάνδας των Ναζί και πολλοί από τους γνωστούς γερμανούς φωτογράφους αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Ο Σάλομον πηγαίνει στην Ολλανδία, ο Μαν στο Λονδίνο, ο 'Αιζενσταιτ στην Αμερική και ο Λόραντ (ο πρώτος από τους μεγάλους εκδότες φωτογραφίας Picture Post) στην Αγγλία. Χάρη σ' αυτούς, το μοντέρνο φωτορεπορτάζ ρίζωσε βαθειά και άνθισε στην Αγγλία και στην Αμερική και για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε η εσφαλμένη ιδέα ότι γεννήθηκε στις παραπάνω χώρες.
Η άνοδος λοιπόν του Γ' Ράιχ αντιπροσώπευσε για τον Aisenstaedt το τέλος της πολιτισμένης Ευρώπης, που τόσο του άρεσε να ζει. Μεταναστεύει στην Αμερική και γίνεται μέλος της εκδοτικής ομάδας ενός καινούργιου περιοδικού (από τα καλύτερα εικονογραφημένα περιοδικά του κόσμου), του Life, στις σελίδες του οποίου υπάρχουν μεγάλες φωτογραφίες τεχνικά άψογες και καθαρές, που η σύνθεση και ο ρυθμός τους είναι προσεκτικά μελετημένα για τον αναγνώστη που θα τις ξεφυλλίσει. Ο εκδότης του Λάιφ Χένρυ Λους είχε πει τότε: «Όταν είδα τα αποτελέσματα της δουλειάς που του είχα αναθέσει, πείστηκα ότι ήταν ένας εμπνευσμένος μάρτυρας της εποχής μας».
Τα δύο πρώτα χρόνια στην Αμερική ο Aisenstaedt φωτογραφίζει με φλας για καθαρές και άρτια τεχνικά φωτογραφίες. Παρόλο αυτό όμως θαυμάζει τον Σάλομον για τη σπουδαία φωτογραφία που κάνει χωρίς φλας. Σύντομα γίνεται ο σκαπανέας της φωτογραφίας μικρού μεγέθους και ένας από τους φωτογράφους σταρ του καινούργιου μέσου ενημέρωσης, του εικονογραφημένου περιοδικού Λάιφ, στο οποίο και εργάζεται για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Στο διάστημα αυτό κάνει 2.000 ρεπορτάζ και 90 εξώφυλλα. Φέρνει στα σπίτια εκατομμυρίων αναγνωστών προσωπικότητες της πολιτικής, της επιστήμης, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής, της λογοτεχνίας, του διεθνούς τζετ-σετ κ.τ.λ. Αποστρέφεται τον κίνδυνο και παράλληλα δεν διστάζει να πάει στην Κένυα να φωτογραφίσει τα σφαγμένα μέλη της φυλής των Μασσάι, να σκαρφαλώσει στις σκεπές των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης ή να υποφέρει τα γιγαντιαία κουνούπια στις ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής.
Με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η μοντέρνα φωτοδημοσιογραφία φθάνει στην ωριμότητά της. Η πολεμική φωτογραφία κυριαρχεί από Ανατολή σε Δύση και η ουμανιστική φωτογραφία είναι πια γεγονός. Παλιότερα ο Κερτέζ (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και δύο δεκαετίες μετά) και ο Μπρασσάι (Λάμψεις Παρισιού), ήταν οι πρώτοι που με τα έργα τους απέδειξαν ότι κύριος στόχος της φωτοδημοσιογραφίας δεν ήταν οι
όμορφες φωτογραφίες, αλλά η ανθρώπινη επικοινωνία και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η αγάπη και ο σεβασμός λοιπόν της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που επηρρέασαν μια ολόκληρη γενιά από μεγάλους «ανθρωπιστές» φωτογράφους, έδωσαν στην οπτικά τέλεια λυρική εικονογράφηση τους μια μόνιμη αξία.
Ο 'Αιζενσταιτ είναι ένας ζωντανός μύθος, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της δημοσιογραφικής φωτογραφίας. Τα έργα του κατατάσσονται στα σημαντικότερα της φωτογραφικής ιστορίας, είναι εξέχοντα παραδείγματα φωτογραφικής γραφής και ανήκουν στην «αποφασιστική στιγμή». Μπορούν να συγκριθούν με εκείνα του Καρτιέ-Μπρεσσόν, του Κερτέζ, του Μπρασσάι και του Σάλομον. Οι συνθέσεις του είναι εξαιρετικά απλές. Παρόλο αυτό όμως έχει την καταπληκτική ικανότητα να ξέρει «τί βλέπει». Να βλέπει αυτό που υπάρχει για να δει και όχι αυτό που θα ήθελε να δει.
Όπως λέει ο ίδιος, η ουσία του καλού φωτορεπορτάζ είναι το να βρίσκεται κανείς στο σωστό τόπο, την κατάλληλη στιγμή και να μπει μέσα στο γεγονός. Παράλληλα χρειάζεται ένα μικρό κύκλωμα μεταξύ του μυαλού και των δακτύλων του φωτογράφου, ο οποίος πρέπει να έχει τέτοια ετοιμότητα ώστε σε κλάσμα δευτερολέπτου να πιάσει τη «μοναδική στιγμή», που αν τη χάσει έχασε και τη φωτογραφία για πάντα.
Αν κάποιος, ύστερα από χρόνια, κυττάξει τις φωτογραφίες του Aisenstaedt θα διαπιστώσει ότι διατηρούν όλη τους την αλήθεια, έστω και αν ο θεατής αγνοεί τις ειδικές συνθήκες μέσα από τις οποίες τραβήχτηκαν. Και οι συνθήκες τότε ήταν ιδιαίτερα δύσκολες όπως π.χ. το 1928 που φωτογράφισε τη Μάρλεν Ντήτριχ μαζί με τον μάνατζέρ της I. Φον Στέρνμπεργκ.
Για τη φωτογράφιση αυτή μας λέει: «Πήγα στο ραντεβού με μαύρη γραβάτα, με την Έρμανόξ μου, με 15-20 κασέτες γυάλινες πλάκες και με ένα σαθρό τρίποδα. Οι τσέπες του παλτού και του παντελονιού μου ήταν ενισχυμένες λόγω της φθοράς και του σκισίματος που προκαλούσαν οι γυάλινες πλάκες. Για να τραβήξω μια φωτογραφία έπρεπε να ανοίξω το διάφραγμα με τη βοήθεια ενός ντεκλανσέρ, να εστιάσω στο θαμπόγυαλο με ένα μεγενθυτικό φακό, να κλείσω το διάφραγμα, να αφαιρέσω το θαμπόγυαλο, να τοποθετήσω τη μεταλλική κασέτα με τη γυάλινη πλάκα, να βγάλω το μεταλλικό κάλυμμα και να τραβήξω τη φωτογραφία. Αν κάποιος κουνιόταν, έπρεπε να ξανακάνω ολόκληρη τη διαδικασία από την αρχή».
Το 1979 ο Aisenstaedt ένας ζωηρός ογδοντάρης, γυρίζει στη Γερμανία ύστερα από 44 χρόνια απουσίας, γεμάτος αναμνήσεις και περιέργεια και θα προσπαθήσει να απεικονίσει τη Γερμανία όπως την είχε αποτυπώσει το 1928-1935. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά φωτογραφιών «'Αιζενσταιτ Γερμανία», που είχε διεθνή επιτυχία σαν έκθεση και σαν βιβλίο, γιατί ο Aisenstaedt οπλισμένος με την τέχνη του και με τη σοφία της ηλικίας του, μα κατά βάθος νέος, είδε με την ίδια φιλόστοργη προσοχή τόσο την παλιά Γερμανία στα ερείπια (Εβραϊκό νεκροταφείο στη Βάισενζε του Βερολίνου), όσο και τη σημερινή στο πρόσωπο ενός Φασμπίντερ ή μιας Συγκούλα. Αν κάποιος συγκρίνει τις πρόσφατες φωτογραφίες των δύο Δημοκρατιών της Γερμανίας με εκείνες του '20 και του '30, θα διαπιστώσει ότι αλλαγή και συνέχεια είναι το ίδιο εμφανείς. Το παρόν και το παρελθόν μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο και έτσι το οικείο φαίνεται παράξενο και το παράξενο οικείο. Το ταξίδι λοιπόν αυτό στην πατρίδα ήταν γεμάτο συγκίνηση και κάτι παραπάνω από ένα «ακόμα» ταξίδι.
Ο Aisenstaedt ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της φωτοειδησεογραφίας της οποίας και θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις δήλωσε τα εξής: «Είμαι ένας φωτορεπόρτερ, ένας σκηνοθέτης μαρτυριών, που αναζητώ τη σκηνή τη στιγμή που συμβαίνει για να την αποθανατίσω. Στην ουσία φωτογράφισα έτσι τα πάντα, αλλά περισσότερο μ' ενδιέφεραν πάντα οι άνθρωποι. Προσπαθώ να συλλάβω την τέλεια έκφραση, την ακριβή διάθεση, την ουσία ενός προσώπου. Προσωπικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη - φωτογράφο, λιγότερο ή περισσότερο είμαι ένας φωτορεπόρτερ. Μερικές φορές βλέπω τον εαυτό μου και σαν διπλωμάτη. Πρέπει να ζεσταίνω τους ανθρώπους, να τους κάνω να με θέλουν και να καταλαβαίνουν αυτό που κάνω, πριν το κάνω, δηλαδή πριν τραβήξω τις φωτογραφίες που θέλω. Η κάμερα λοιπόν για μένα είναι ένα εργαλείο, όπως το σφυρί για το μαραγκό.
Είμαι φωτογράφος περισσότερο από πενήντα χρόνια και είδα τόσους πολλούς ανθρώπους, τόσα πολλά από τον κόσμο και την ιστορία. Αυτά όλα τα συνέλαβα μέσα στις φωτογραφίες μου; Εκπλήρωσα το καθήκον μου; Δεν μπορώ να το κρίνω εγώ. Δεν το ξέρω. Ξέρω ότι με τα μάτια της κάμεράς μου είδα να φεύγουν εποχές, να χάνονται χώρες και να γεννιούνται καινούργια έθνη. Είδα ομορφιές και ασχήμιες, ευχάριστα και δυσάρεστα, χαρές και λύπες, πόλεμο και ειρήνη.
Όλα αυτά τα είδα σαν φωτογράφος μέσα στα πενήντα χρόνια της δουλειάς μου. Και θα ευχόμουν να είχα γεννηθεί πριν διακόσια χρόνια, για να μπορούσα να είχα φωτογραφήσει γεγονότα 200 ετών και όχι μόνο 50».
κείμενο: Κατερίνα Πετρίδου, AFIAP
επιμέλεια: J.Eco
(αναδημοσίευση), περιοδικό "Φωτογραφία", 1990
Alfred Aisenstaedt και Merilin Monroe
Alfred Aisenstaedt και Sophia Loren
Hanna Schygulla
Alfred Aisenstaedt Germany, 1931
Carole Lombard, 1938
Marlen Dietrich, Berlin, 1929
Sophia Loren, Italy, 1961
Janet Macleod, 1937