"...ήταν περίπου στα 1900, ήμουν γύρω στα δεκαέξι, όταν βρέθηκα σε μιά οικογενειακή συγκέντρωση. Είχα ανακαλύψει ένα παλιό, υπέροχο εικονογραφημένο περιοδικό στη σοφίτα μας, που πραγματικά με συντάραξε. Αισθάνθηκα τη ζεστασιά και τη ζωντάνια του, και αποφάσισα ότι ήθελα να εκφράσω με τον ίδιο τρόπο τις δικές μου εντυπώσεις.
Η πρώτη μου μηχανή ήταν μιά ICA που αργότερα έγινε Ikon και έπαιρνε δώδεκα γυάλινες πλάκες 4.5x6 cm. Εκείνο τον καιρό, οι επαγγελματίες χρησιμοποιούσαν μιά μεγάλη κάμερα και ένα τρίποδο σαν στάνταρ εξοπλισμό, αλλά εγώ ήθελα να γυρνάω συνέχεια και ήξερα ότι κάτι τέτοιο θάταν πολύ δύσκολο με μιά ογκώδη φωτογραφική μηχανή. Κι έτσι αγόρασα μιά μικρή. Ο φωτισμός και η εκφώτιση ήταν πραγματικά μυστήρια. Αφού όμως τράβηξα τις δώδεκα πρώτες φωτογραφίες, θάπρεπε να μάθω να εμφανίζω. Ήταν η ίδια, παλιά ιστορία: δεν είχα καμμιά απολύτως οδηγία, μόνον αυτά που διάβαζα. Κόκκινα φώτα, σκοτάδι, εμφανιστής, δεν υπήρχε τίποτε γραμμένο πάνω τους. Στην αρχή, έκανα γελοία λάθη το δωμάτιο δεν ήταν αρκετά σκοτεινό, ο χρόνος δεν ήταν αρκετά μεγάλος αλλά σιγά σιγά, καταλάβαινα πώς λειτουργούσε η όλη διαδικασία, και όταν η οικογένειά μου πήγαινε για ύπνο τη νύχτα, εγώ άρχιζα να δουλεύω. Όταν έμαθα να εμφανίζω, άρχισα να τραβώ ότι έβλεπα και ότι μου άρεσε και αυτό κάνω ακόμη και τώρα.
Andre Kertesz
Την πρώτη μου μηχανή την είχα αγοράσει το 1912 και την χρονιά εκείνη τράβηξα στη Βουδαπέστη το «Παιδί που κοιμάται», μιά απ' τις πρώτες μου φωτογραφίες. Εκείνο τον καιρό, είχαμε στην Ουγγαρία μία πολύ καλή εικονογραφημένη εφημερίδα, την "Erdekes Ujisag". Σ' αυτήν δούλευε μιά σειρά από πολύ καλούς και έξυπνους φωτογράφους από τους οποίους όμως, μόνον ο Munkacsi έγινε γνωστός. Ίσως αυτό επειδή η κουλτούρα μας ήταν μιά διασταύρωση της Ανατολικής και της. Δυτικής. Είχαμε ένα τελείως ιδιαίτερο πνεύμα στην Ουγγαρία, και ειδικά στην Βουδαπέστη, κι αυτό εκφραζόταν μέσα απ' τις φωτογραφίες μας.
Αργότερα έφυγα για το Παρίσι... Εκεί γνώρισα τον Chagall και τον φωτογράφισα για το "Vu". Ο Mondrian ήταν ένας πολύ καλός φίλος και οι φωτογραφίες μου του άρεσαν πάντα. Ο Brassai ήταν ένας φανταστικά ταλαντούχος άνθρωπος, εξαιρετικός ζωγράφος, εξαιρετικός γλύπτης, εξαιρετικός σκιτσογράφος ακόμη και συγγραφέας. Είχε τη δικιά του φιλοσοφία αλλά επίσης και το μόνιμο πρόβλημα ενός καλλιτέχνη, το χρηματικό. Του είπα ότι θα μπορούσε να βγάλει κάποια λεφτά αν τραβούσε φωτογραφίες και τις πουλούσε. Τον πήρα μαζί μου σε πολλά ρεπορτάζ, εξηγώντας του οτιδήποτε έκανα, ερμηνεία του θέματος, τεχνική, συμπεριλαμβανομένης και της τεχνικής της νυχτερινής φωτογραφίας, τα πάντα για τον φίλο μου. Ο Cartier Bresson ήταν πολύ πιο νέος από μένα, εξαιρετικά έντιμος και γοητευτικός.
Στην Αμερική ήρθα για ένα χρόνο το 1936. Ήμουν στο σπίτι μου στο Παρίσι και ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί για την Αμερική. Όμως επί έναν ολόκληρο χρόνο, έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο στο Keystone Agency στο Παρίσι από το γραφείο της Νέας Υόρκης και ζητούσαν επίμονα να πάω εκεί. Και τελικά, ήρθε στο Παρίσι ο διευθυντής του γραφείου της Νέας Υόρκης για να με δει. Πριν φύγω να πάω στο γεύμα που είχα μαζί του, η γυναίκα μου με προειδοποίησε ότι αν συμφωνούσα να πάω στη Νέα Υόρκη, θα με χώριζε. Και να που τώρα είμαι στη Νέα Υόρκη εδώ και 45 χρόνια! Ήταν αδύνατο πια να γυρίσω πίσω. Μετά τον πόλεμο ήμουν ένας δαχτυλοδειχτούμενος αλλοδαπός εχθρός. Μ' έβλεπαν σαν κατάσκοπο, καθώς γυρνούσα στους δρόμους με τη φωτογραφική μου μηχανή.
Andre Kertesz "Sleeping Boy",1912
Αλλά στην αρχή ήμουν σίγουρος ότι θα έμενα στην Αμερική μονάχα για ένα χρόνο. Το σκεφτόμουνα σα να ήταν η άδειά μου. Λίγο πριν φύγω από το Παρίσι, είχε έρθει να με δει κάποιος επίσημος απ' την Γαλλική κυβέρνηση και μου πρόσφερε τη Γαλλική υπηκοότητα, στη βάση της καλλιτεχνικής μου ικανότητας. Μπορείτε να φανταστείτε πως αισθάνθηκα, ήταν η πιο μεγάλη τιμή που θα μπορούσαν να μου είχαν κάνει. Αυτό σήμαινε ότι η Γαλλία με είχε δεχτεί σαν καλλιτέχνη και σαν Γάλλο πολίτη. Τους υποσχέθηκα ότι θα γυρνούσα πάλι πίσω στο Παρίσι...
Όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη, ο Έφορος Φωτογραφίας του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης ήρθε να με δει στο ξενοδοχειό μου και είπε ότι ήθελε φωτογραφίες μου για μιά διεθνή έκθεση στο μουσείο. Ξεχώρισε τέσσερεις πέντε φωτογραφίες, με τον όρο ότι θα «έκοβα» το σεξ. «Αν έχει σεξ είναι πορνογραφία, αν δεν έχει είναι τέχνη» είπε.
Καλώς ήλθατε στην Αμερική! Στο τέλος υπέκυψα, ήμουν πολύ αφελής. Όλα τα επόμενα χρόνια, ο διευθυντής ποτέ δεν μου πρότεινε μιά ατομική έκθεση. Ενδιαφερόταν για την τελειοποίηση της τεχνικής και την καθαρότητα. Αν ένα μικρό παιδί μάθει να γράφει την άλφα βήτα τέλεια, αυτό είναι καλλιγραφία αλλά δεν έχει αξία αν δεν μπορεί να εκφραστεί σωστά μόνο του και να χρησιμοποιήσει την τεχνική για τη δικιά του τέχνη. Θα πρέπει να αισθάνεσαι αυτό που κάνεις! Ακόμη και όταν μιμείσε, θα πρέπει να αισθάνεσαι! Η τεχνική είναι μόνον ένα μικρό μέρος της φωτογραφίας.
Washington Square New York, 1954
Είναι αυτό απ' το οποίο θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει. Πιστεύω ότι θα πρέπει νάσαι ένας τέλειος τεχνικός ώστε να εκφράζεσαι όπως ακριβώς θέλεις αλλά μετά να μπορείς να ξεχνάς ότι έχει σχέση με την τεχνική. Όταν πήγα στο περιοδικό "Life", μου είπανε ότι αρέσανε τις φωτογραφίες μου, αλλά έλεγα σ' αυτές πάρα πολλά πράγματα! Αυτοί ήθελαν ντοκουμέντα, τεχνική, όχι εκφραστικές φωτογραφίες...
Η οπτικη μου αντίληψη και η αίσθηση της σύνθεσης είναι ένστικτα που γεννήθηκα μαζί τους. Ένα χρόνο αφού έκανα το "Entrants de Mondrian", κυκλοφόρησε ένα κριτικό δοκίμιο για μιά από τις φωτογραφίες εκείνες. Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει γιατί ήταν έτσι ασυνήθιστη η εικόνα αυτή, δεν είχε δει ποτέ του μιά φωτογραφία κομμένη στη μέση, με την σχεδίαση και τον φωτισμό ισορροπημένα. Αλλά, την εικόνα αυτή την είχα φτιάξει χωρίς να γνωρίζω, πολύ φυσικά. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο John Szarkowski εξέθεσε τη φωτογραφία αυτή και την χρησιμοποίησε στο ημερολόγιο του MOMΑ. Ο Szarkowski ήταν ο πρώτος που είδε, κατάλαβε τη δουλειά μου. Πολύ συχνά με συνδέουν με τον Σουρεαλισμό, όμως είμαι απόλυτα ένας ρεαλιστής.
Από πολύ νωρίς μου άρεσε να χρησιμοποιώ την κάμερα έτσι ώστε το κυρίαρχο στοιχείο να «κοιτάζει» προς τα κάτω. Αν έχεις μία γωνία όχι πολύ υψηλή, βλέπεις τα πάντα. Το ευρωπαικό περιοδικό "Du", σε μία ειδική έκδοσή στη Νέα Υόρκη, με ρώτησε για τις φωτογραφίες μου: "κυττάζοντας 'εξω από το παράθυρό μου". 'Οταν έκανα το βιβλίο μου "Washington Square" ένας κριτικός έγραφε:" Η πλατεία Washington είναι όμορφη μόνο όταν είστε ο Kertesz που την κοιτά από επάνω"
Η στιγμή πάντα χαρακτηρίζει την δουλειά μου. Κάνω μόνο αυτό που αισθάνομαι. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο πράγμα για εμένα. Ο κάθε ένας κοιτά αλλά δεν είναι απαραίτητο να "βλέπει" ταυτόχρονα. Ποτέ δεν υπολογίζω, ούτε συλλογίζομαι. Βλέπω κάτι και ξέρω ότι είναι σωστό, ακόμη και εάν πρέπει να γυρίσω πίσω και να κουβαλήσω τον κατάλληλο φωτισμό.
Έχω απαρνηθεί πολλά όλα αυτά τα χρόνια και κυρίως τα αμερικάνικα χρήματα. Πάντα ήμουν υπεύθυνος για τον εαυτό μου και τη δουλειά μου. Δεν είμαι πλούσιος, είμαι όμως ευτυχισμένος. Ξέρετε ότι έχω αναγνωριστεί επίσημα και από τον Δήμο της Νέας Υόρκης; Με ανακάλυψαν μετά από τόσα χρόνια! Το έγγραφο που μου απονεμήθηκε γράφει: «Για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Στον φωτογράφο Andre Kertesz που ποτέ δεν γέρασε. Στην ένατη δεκαετία του συνεχίζει να παίρνει ένα πορτραίτο της αγαπημένης του πόλης».
επιμέλεια: J. Eco
"I took the photo of Elizabeth and myself in the early 1930s. Of course, we also took a picture of the two of us together, but this is the one I like, just her and my hand. At the time I had a little self timing device and I used it so I could get into the picture. I had found it in 1914 in Hungary and I still have it".
André Kertész
André Kertész
«Η τεχνική δεν είναι σημαντική. Η τεχνική βρίσκεται στο αίμα μας. Τα γεγονότα και η διάθεση είναι πιο σημαντικά από τον καλό φωτισμό» Antre Kertesz
«Οταν η μηχανή του Κερτέζ κάνει κλικ, νιώθω τον χτύπο της καρδιάς του.
Οταν ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του είναι μια διαυγής έκλαμψη και όλα αυτά
σε μια αξιοθαύμαστη επίδειξη περιέργειας», «Ποια φωτογραφία του προτιμώ;
Μα φυσικά την επόμενη που θα βγει από τη μηχανή του». Cartier Bresson
Ο κορυφαίος ούγγρος φωτογράφος Αντρέ Κερτέζ (1894-1985) έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, συμπορεύτηκε με καλλιτέχνες της αβανγκάρντ, πειραματίστηκε με τη μικρή μηχανή. Αυτοδίδακτος, πρωτοποριακός, ανθρωπιστής, παρέμεινε αυθεντικός μέχρι το τέλος. Ακόμα και στα 90 του χρόνια, όταν δεν μπορούσε να βγει από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, φωτογράφιζε από το παράθυρό του, με μια Πολαρόιντ, την πλατεία Ουάσιγκτον. «Νιώθω ακόμα πεινασμένος», έλεγε τότε.
Ο Κερτέζ λειτουργούσε πάντα με το ένστικτο και το συναίσθημα. «Εάν θέλεις να γράψεις θα πρέπει να μάθεις το αλφάβητο. Γράφεις, γράφεις και στο τέλος κάνεις ωραία γράμματα. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Σημασία έχει αυτό που εκφράζεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Υπάρχουν φωτογραφίες τεχνικά άρτιες, ακόμα και ωραίες, αλλά δεν εκφράζουν κάτι», εξηγούσε.
Το γυμνό γυναικείο σώμα μπροστά στον καθρέφτη, μεταμορφωμένο σε σουρεαλιστικό γλυπτό, σκηνές δρόμου με παιδιά που παίζουν, ζητιάνοι που διατηρούν στο βλέμμα τους την αξιοπρέπεια, ζευγάρια που φιλιούνται, τοπία μελαγχολικά αλλά και απλά αντικείμενα όπως ένα πιρούνι κι ένα πιάτο πάνω στο τραπέζι, δημιουργούν το παράξενο σύμπαν του Κερτέζ, ο οποίος αντλούσε από το παιχνίδι του φωτός με τη σκιά.
Γεννημένος στη Βουδαπέστη το 1894, γόνος μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένεας, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα όταν αγόρασε την πρώτη του κάμερα στα 18 του. Μια από τις πρώτες του φωτογραφίες, που εκτίθεται, είναι η εικόνα ενός αγοριού που κοιμάται. Λίγο αργότερα, στη θητεία του στο στρατό, έκανε ντοκουμέντα με εικόνες της καθημερινής ζωής των στρατιωτών: Ατέλειωτες πορείες, αναμονή στις σκηνές, στιγμές περίσκεψης.
Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πλευρά του αυστροουγγρικού στρατού, ο νεαρός Κερτέζ τραυματίστηκε και από εκείνη την περίοδο χρονολογείται η διάσημη φωτογραφία του «Κολυμβητής κάτω από το νερό», με ένα σώμα που παραμορφώνεται από τις ακτίνες του ήλιου. Εκτοτε, οι αντικατοπτρισμοί θα χαρακτηρίσουν το φωτογραφικό του λεξιλόγιο.
Μετά τον πόλεμο δουλεύει στο χρηματιστήριο και στον ελεύθερο χρόνο του φωτογραφίζει, ωστόσο η Βουδαπέστη δεν χωράει τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Ετσι το 1925 αποφασίζει να πάει στο Παρίσι και γίνεται μέλος της ομάδας των ούγγρων καλλιτεχών Λάζλο Μοχόλι-Νάγκι, Ρόμπερτ Κάπα, Μπρασάι. Εκεί θα γνωρίσει και θα φωτογραφίσει προσωπικότητες όπως ο Μαρκ Σαγκάλ, η Κολέτ, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Τριστάν Τζαρά, ενώ έχει επαφή με την αβανγκάρντ του Μονπαρνάς, τον Π. Μοντριάν (από τα γνωστά του έργα είναι «Στο σπίτι του Μοντριάν») τον Φερνάντ Λεζέ, τον Αλεξάντερ Καλντέρ.
Το φωτορεπορτάζ τον ελκύει και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά: «VU», «Art et Medecine», «Paris Magazine». Τριγυρίζει αδιάκοπα στο Παρίσι, απαθανατίζει στιγμιότυπα στους δρόμους, στα πάρκα, στις όχθες του Σηκουάνα, στρέφει το φακό του στις οροφές των κτιρίων. Η φωτογραφία του γίνεται ένα οπτικό ημερολόγιο, ένα εργαλείο για να περιγράψει τη ζωή: «Εκφράζω το συναίσθημά μου, μια δεδομένη στιγμή. Οχι αυτό που βλέπω αλλά αυτό που νιώθω», έλεγε. «Κάνω ό,τι αισθάνομαι, αυτό είναι όλο, είμαι ένας απλός φωτογράφος που εργάζεται για την προσωπική του απόλαυση».
Η καλλιτεχνική αξία της δουλειάς του αρχίζει να αναγνωρίζεται και να μπαίνει στις αίθουσες τέχνης. Στην γκαλερί Galerie Au Sacre du Printemps κάνει την πρώτη του μεγάλη έκθεση το 1927 και το 1929 παίρνει μέρος στη διεθνή έκθεση «Film und Foto» στη Στουτγάρδη και στο Βερολίνο.
Το 1936 κλείνει ένα επικερδές συμβόλαιο με την Keystone Agency και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, αλλά σύντομα το ακυρώνει και δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας. Παρότι νιώθει ότι η ευρωπαϊκή του ευαισθησία δεν συμβαδίζει με τον αμερικανικό τρόπο ζωής, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τον εμποδίζει να γυρίσει το Παρίσι. Το 1964 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αφιέρωσε μια μεγάλη έκθεση στον Κερτέζ. «Η τεχνική δεν είναι σημαντική. Η τεχνική βρίσκεται στο αίμα μας. Τα γεγονότα και η διάθεση είναι πιο σημαντικά από τον καλό φωτισμό», έλεγε ο διάσημος φωτογράφος, ο οποίος πριν πεθάνει χάρισε το αρχείο του στη γαλλική κυβέρνηση.
κείμενο: Πάρης Σπίνου, εφμ "Ελευθεροτυπία", 7/2011 (αναδημοσίευση)