Ιούλιος 1827
Οι πρώτοι Ελληνες που επιβεβαιωμένα αποβιβάστηκαν σε λιμάνι της Αυστραλίας ήταν οι επτά ναυτικοί για τους οποίους υπάρχουν επίσημα στοιχεία από τη στιγμή της σύλληψής τους από το βρετανικό πλοίο «Γκάνετ» (Gannet), τον Ιούλιο του 1827, έξω από τη Μάλτα. Ηταν μια χρονιά που η ελληνική πειρατεία ανθούσε στη Μεσόγειο, προκαλώντας την οργή τού μετέπειτα νικητή στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, του Αγγλου ναυάρχου Εντουαρντ Κόδρινγκτον (Sir Edward Codrington), καθώς η γραφειοκρατική βρετανική Δικαιοσύνη απαιτούσε χρονοβόρες διαδικασίες, που οδηγούσαν τις περισσότερες φορές στην απαλλαγή των συλληφθέντων.
Οι επτά Ελληνες ήταν μέλη του πληρώματος της σκούνας «Ηρακλής», με καπετάνιο τον 22χρονο Αντώνη Μανώλη από την Αθήνα (σε ορισμένα αρχεία αναφέρεται ως Αντώνης του Μανώλη, καθώς προφανώς το πατρώνυμο έγινε αργότερα επώνυμο).
Ο Μανώλης περιγράφεται από Αυστραλούς ιστορικούς ως εγγράμματος, ανύπαντρος και προτεστάντης στο δόγμα. Είχε ύψος 1,70-1,75, σκούρα καστανά μάτια και μαλλιά, ενώ είχε και μια κάθετη ουλή στη μύτη.
Οι άλλοι έξι νέοι σε ηλικία ναυτικοί ήταν οι Υδραίοι: Δαμιανός Νίνης, 24 χρόνων, Γκίκας Βούλγαρης, 22 χρόνων, Γιώργης Βασιλάκης, 20 χρόνων, Κωνσταντής Στρομπόλης, 24 χρόνων, Γιώργης Λαρέντζος ή Λαρίτσος, 27 χρόνων, και Νικόλας Παπένδρος ή Παπανδρέας, 20 χρόνων.
Ολοι κατηγορήθηκαν ότι οπλισμένοι με πιστόλια και γιαταγάνια είχαν κουρσέψει, στις 29 Ιουλίου του 1827 το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Αλκηστη», που έπλεε ανοιχτά των ακτών της Λιβύης. Οι πειρατές, αφού αφαίρεσαν όλα τα τιμαλφή, του επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι του για την Αλεξάνδρεια χωρίς να πειράξουν το πλήρωμα. Δύο μέρες αργότερα συνελήφθησαν από το βρετανικό πολεμικό πλοίο και οδηγήθηκαν στη Μάλτα, όπου έμειναν 5 μήνες στη φυλακή περιμένοντας να δικαστούν. Για κακή τους τύχη, ένας από τους δύο προεδρεύοντες του δικαστηρίου που συνεδρίασε τον Φεβρουάριο του 1828, στη βρετανική τότε Μάλτα, ήταν ο ίδιος ο Κόδρινγκτον, ο οποίος με έγγραφά του τόσο προς την αγγλική όσο και προς την ελληνική κυβέρνηση ζητούσε αυστηρότερα μέτρα και ποινές για την πάταξη της πειρατείας.
Μετανάστες στην Αυστραλία αρχές του 1800
Ιστορικοί από τη Μάλτα σημειώνουν σκωπτικά ότι ο Κόδρινγκτον δεν ήταν για τη συγκεκριμένη δίκη ο πιο αντικειμενικός δικαστής. Ο άλλος ήταν ο δικαστής του Δικαστηρίου του Υποναυαρχείου, Τζον Στόνταρτ. Σύμφωνα με τα αρχεία της Μάλτας, ένορκοι ήταν τρεις Αγγλοι, τρεις Μαλτέζοι, τέσσερις Σικελοί, ένας Γάλλος και ένας Ισπανός, ενώ τους κρατούμενους υπερασπίστηκε ο «εισαγγελέας των φτωχών», Φραντζέσκο Τορεγιάνι, και την κατηγορία υποστήριξαν οι Τζιοβάνι Βέλα και Γκίο Σαταριάνο.
Στο εδώλιο, εκτός από τους παραπάνω, είχαν καθίσει άλλα δύο άτομα, οι Πέτρος Λαλάχος και Πέτρος Θεοδόσης Μπουφ, οι οποίοι αθωώθηκαν καθώς δεν αναγνωρίστηκαν από κανέναν μάρτυρα.
Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο οι κατηγορούμενοι είχαν δικαίωμα να συλλαμβάνουν και να λεηλατούν ένα πλοίο με προορισμό την Αλεξάνδρεια, η οποία είχε καταληφθεί από την Τουρκία και ήταν εχθρική χώρα και σε πόλεμο με την Ελλάδα. Ομως, ο ισχυρισμός τους ανατράπηκε από τους κατήγορους, οι οποίοι αντέτειναν ότι οι δράστες είχαν πάρει μόνο προσωπικά τιμαλφή και είχαν επιτρέψει να συνεχιστεί το ταξίδι, αφήνοντας τα στρατιωτικά αντικείμενα να παραδοθούν στον εχθρό.
Μετά από 88 ώρες συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών, οι ένορκοι έκριναν αθώους τους δύο κατηγορούμενους και ένοχους τους άλλους επτά, στους οποίους το δικαστήριο επέβαλε την ποινή του θανάτου. Δεδομένου ότι αμφισβητήθηκε η τυπική εγκυρότητα της διαδικασίας, η κυβέρνηση της Μάλτας απέστειλε όλα τα έγγραφα στο Λονδίνο για περαιτέρω εξέταση. Μέχρι τότε αναστελλόταν η εκτέλεση της ποινής. Παράλληλα, οι καταδικασθέντες υπέβαλαν αίτηση στον βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο IV για ακύρωση της θανατικής ποινής.
Το αίτημά τους είχε ευνοϊκή αντιμετώπιση κατ’ άλλους επειδή ο γραμματέας των Αποικιών, Ουίλιαμ Χάσκινσον, υποστήριζε το κίνημα για την ανεξαρτησία της Ελλάδος και κατ’ άλλους επειδή το Λονδίνο έκρινε ότι οι Ελληνες θα ήταν πιο χρήσιμοι στο βρετανικό κράτος αν εξορίζονταν στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα.
Norfolk
Gannet
Στην Αυστραλία
Η ποινή του θανάτου μετατράπηκε σε ισόβια εξορία για τους τρεις (Αντώνης Μανώλης, Δαμιανός Νίνης και Γιώργης Βασιλάκης) και σε 14 χρόνια εξορίας για τους υπόλοιπους.
'Ετσι, στις 23 Μαΐου 1829, επιβιβάστηκαν στο βρετανικό πλοίο «Norfolk», που μετέφερε συνολικά 201 κρατούμενους στην Αυστραλία.
Το κατασκευασμένο το 1804 ιστιοφόρο χρησιμοποιήθηκε από το 1825 και για 12 χρόνια σε μεταφορές κρατουμένων και επιβατών από την Αγγλία για την Αυστραλία και αντίστροφα.
Για το συγκεκριμένο ταξίδι αναχώρησε από το λιμάνι Σπίτχεντ (Spithead), στη νότια Αγγλία, με κυβερνήτη τον Αλεξάντερ Γκρέιγκ, και μετά από ένα επίπονο ταξίδι έφτασε, στις 27 Αυγούστου 1829, στο Πορτ Τζάκσον.
Το προηγούμενο πλοίο που είχε φτάσει λίγες μέρες νωρίτερα με κρατούμενους ήταν το «Αμέρικα» και ίσως γι’ αυτό πολλές από τις εφημερίδες της Αυστραλίας έγραψαν τότε ότι οι Ελληνες πειρατές είχαν φτάσει με εκείνο. Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται, πάντως, ότι το ταξίδι διάρκειας 91 ημερών του «Νόρφολκ» ήταν από τα ταχύτερα και παρότι υπήρξαν κρούσματα πλευρίτιδας, δυσπεψίας, διάρροιας και οσφυαλγίας, δεν υπήρξε κανένας θάνατος και μόνο ένας στρατιώτης της φρουράς χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο.
Οι κατάδικοι αποβιβάστηκαν από το πλοίο στις 7 Σεπτεμβρίου 1829, αλλά το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στους Ελληνες πειρατές που έφταναν για πρώτη φορά.
Δημοσίευμα εφημερίδας της Αυστραλίας 12/9/1829, με την είδηση της άφιξης των Ελλήνων πειρατών. Η αρχική δημοσίευση έκανε αναφορά σε 8 και όχι 7, που έφτασαν με το πλοίο «Αμέρικα» ενώ το όνομα του πλοίου έχει καταγραφεί ως «Νόρφολκ»
Sydney Gazette 24/3/1831. Αυστραλιανή εφημερίδα δημοσιεύει την είδηση με την απόπειρα απόδρασης ενός Ελληνα από τους 7 καταδικασθέντες για πειρατεία
Μερικά χαρακτηριστικά δημοσιεύματα τοπικών εφημερίδων είναι τα εξής:
«The Sydney Gazette and New South Wales Advertiser» (Σάββατο 12/9/1829, σελ. 2): «Μεταξύ των κρατουμένων είναι οκτώ Ελληνες πειρατές, οι οποίοι δικάστηκαν στην Αγγλία και καταδικάστηκαν σε μεταφορά (σ.σ. εννοεί εξορία)».
«Τhe Sydney Monitor» (Σάββατο 19/9/1829, σελ. 3): «Οκτώ Ελληνες πειρατές έφτασαν σε αυτή την αποικία μεταφερόμενοι με το πλοίο “Αμέρικα” για να ζήσουν (εδώ)».
«The Australian» (εφημερίδα του Σίδνεϊ, Τετάρτη 16/9/1829, σελ. 3): «Μεταξύ των κρατουμένων έφτασαν, τον τελευταίο καιρό, οκτώ Ελληνες καταδικασμένοι -λόγω πειρατείας- σε μεταφορά σε αυτή την αποικία για όλη τη ζωή τους».
Μετά τις πρώτες μέρες στο Σίδνεϊ, οι επτά Ελληνες τέθηκαν στις υπηρεσίες των αποικιακών αρχών, οι οποίες τους καταμέρισαν σε διάφορες εργασίες.
Ο Αντώνης Μανώλης και ο 20χρονος Υδραίος Νικόλας Παπένδρος ή Παπανδρέας είχαν οριστεί να εργάζονται στα αγροκτήματα του Ουίλιαμ Μακ 'Αρθουρ.
Φαίνεται ότι εκεί αξιοποιήθηκαν στην καλλιέργεια του αμπελιού, την οποία γνώριζαν καλά, και σύμφωνα με περιγραφές ανέπτυσσαν τα αμπέλια σε «καφασωτά», «όπως γινόταν στην Πελοπόννησο».
Ωστόσο, κάποιος από τους δύο, δεν έχει διευκρινιστεί ποιος, επιχείρησε, τον Μάρτιο του 1831, να δραπετεύσει τρυπώνοντας στο μπρίκι «Ουέλινγκτον». Ομως, έγινε αντιληπτός από τον κυβερνήτη και παραδόθηκε στην Αστυνομία. Ο ίδιος είχε ισχυριστεί ότι πήγε στο πλοίο για να δει έναν φίλο, με τον οποίο ήπιαν κάποιο ποτό, κάπνισαν ένα πούρο και ζαλίστηκαν, με αποτέλεσμα να έφευγε παρά τη θέλησή του [Πηγή: «The Sydney Gazette», Πέμπτη 24 Μαρτίου 1831].
Σε ένα άλλο αγρόκτημα, του Βρετανού γραμματέα της Αποικίας, Αλεξάντερ Μακ Λέι, είχε διατεθεί ο Γκίκας Βούλγαρης. Οπως οι παραπάνω, είχε αναπτύξει την καλλιέργεια του αμπελιού αλλά και της ελιάς. Αλλωστε, το κλίμα ευνοούσε και τα δύο.
Οι υπόλοιποι είχαν διατεθεί σε άλλες εργασίες, κυρίως σε Βρετανούς αξιωματούχους, όπως ο Τζορτζ Ντρούιτ, στρατιωτικός από τους πρωτοπόρους αποίκους, στον οποίο παραχωρήθηκε ο Γιώργης Λαρέντζος ή Λαρίτσος, ο υπίλαρχος της Εφιππης Αστυνομίας Λ. Μακάλιστερ, στον οποίο παραχωρήθηκε ο Γιώργης Βασιλάκης κ.ά.
O Δαμιανός Νίνης, εργάστηκε στον χώρο αποβίβασης και επιβίβασης του λιμανιού.
Ολοι εργάζονταν χωρίς αμοιβή, μόνο για το φαγητό και τον ύπνο τους. Στην ουσία, δηλαδή, εξέτιαν καταναγκαστικά έργα, με την αυστηρότητα στη διαβίωσή τους να εξαρτάται από τη βούληση του αφεντικού-ιδιοκτήτη τους.
'Ομως, με τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή τους στην πατρίδα. Ο υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τρικούπης χειρίστηκε προσωπικά το θέμα και ζήτησε από το Λονδίνο την απονομή χάριτος και την επιστροφή των Ελλήνων που καταδικάστηκαν στη Μάλτα. Το 1836 ο Αγγλος πρωθυπουργός λόρδος Πάλμερστον συμφώνησε να επιστρέψουν εφόσον η ελληνική κυβέρνηση κάλυπτε το κόστος της μεταφοράς τους, που ανήλθε σε 4.921 δραχμές, σημαντικό ποσό για την εποχή.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1836 δημοσιεύτηκε από τη Γραμματεία της Αποικίας η επίσημη απονομή χάριτος και για τους επτά Ελληνες. Ωστόσο, δύο από αυτούς, ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης, αποφασίζουν να παραμείνουν για πάντα στη νέα πατρίδα τους. Οι άλλοι πέντε πήραν ως αμοιβή 12 λίρες ο καθένας για ρούχα και άλλα αναγκαία είδη και ξεκίνησαν για την επιστροφή, για να φτάσουν στην Αγγλία τον Μάρτιο του 1837.
Οι δύο που παρέμειναν στην πέμπτη ήπειρο είχαν διαφορετικές διαδρομές.
Ο Αντώνης Μανώλης, πρώην πια καπετάνιος, το 1854, σε ηλικία 50 χρόνων, πήρε την αυστραλιανή υπηκοότητα και έγινε ο πρώτος Ελληνας που πολιτογραφήθηκε Αυστραλός.
Σε ένα πιστοποιητικό πολιτογράφησης, που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1854, αναφέρεται ως παλιός ναυτικός και νυν εργάτης, που κατάγεται από την Αθήνα και κατοικεί στο Πίκτον, μια συνοικία στα νοτιοδυτικά του Σίδνεϊ.
Εκεί έμεινε και εργάστηκε ως κηπουρός μέχρι τον θάνατό του, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1880, σε ηλικία 76 ετών (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1804).
Ο Γκίκας Βούλγαρης είχε καλύτερη τύχη. Απέκτησε περιουσία, έγινε Αυστραλός υπήκοος το 1861 και άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ.
Παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και απέκτησε 10 παιδιά και 52 εγγόνια. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν όμως πλέον ενταχθεί στην ιρλανδική και την καθολική κοινότητα.
Την πρώτη αυτή ομάδα των Ελλήνων ακολούθησαν πολλοί ναυτικοί που εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βρουν καλύτερη τύχη στην αχανή ήπειρο. Ωστόσο, αυτοί οι δύο θεωρούνται οι ιδρυτές της ελληνικής κοινότητας.
Το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Ελληνες. Στην πρώτη επίσημη απογραφή του 1891, βρέθηκε ότι ζούσαν εκεί 482.
Αικατερίνη - Γεωργία Πλέσσου, πηγή: Ελληνική Κοινότητα της Μελβούρνης
Αικατερίνη - Γεωργία Πλέσσου
Η πρώτη Ελληνίδα στην Αυστραλία
Η πρώτη Ελληνίδα που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αυστραλία ήταν η Αικατερίνη-Γεωργία Πλέσσου από το χωριό Πλεσιβίτσα (σημερινό Πλαίσιο) Θεσπρωτίας.
Η Πλέσσου έφτασε, στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, στη μακρινή ήπειρο μαζί με τον Αγγλο σύζυγό της, Τζέιμς Χένρι Κρούμερ (James Henry Crummer, 1792-1867) και τα πέντε παιδιά που είχαν αποκτήσει μέχρι τότε.
Η Αικατερίνη-Γεωργία είχε γεννηθεί το 1809 ή το 1810. Ο πατέρας της, Γιώργος, που ήταν έμπορος από τις Σέρρες, ταξίδευε συχνά και έτσι η 14χρονη μητέρα της, Βασιλική, μεγάλωνε μόνη τα δύο μικρά παιδιά της, την Αικατερίνη και την Κωστούλα.
Η Βασιλική ήταν πανέμορφη. Την είδε ο γιος του Αλή Πασά, Μουχτάρ, την ερωτεύτηκε και την πήρε στο χαρέμι του. Απείλησε, μάλιστα, τον σύζυγό της να μην την ξαναπλησιάσει γιατί θα τον σκότωνε.
Η Κατερίνα όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη. Ο γιος του Αλή Πασά άρχισε να γλυκοκοιτάζει και αυτήν, με αποτέλεσμα η μάνα της να αρραβωνιάσει εσπευσμένα τη δωδεκάχρονη κόρη της με τον γιατρό του Αλή Πασά, τον Ιωάννη Κωλέττη, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Ο αρραβώνας διαλύθηκε όταν πέθανε ο Αλή Πασάς (1822) και η Κατερίνα βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί γνώρισε τον λόρδο Βύρωνα και έκαναν στενή παρέα. Πιστεύεται ότι ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που τον είδαν εν ζωή.
Μετά την 'Εξοδο του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826), η νεαρή κοπέλα περιπλανήθηκε αρκετά και βρέθηκε στο νησάκι Κάλαμος, κοντά στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας, που τελούσε υπό αγγλική κυριαρχία. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε, το 1827, τον διοικητή της βρετανικής φρουράς του νησιού και βετεράνο της μάχης του Βατερλό, Τζέιμς Κρούμερ.
Το ζευγάρι ταξίδεψε σε διάφορες χώρες λόγω του επαγγέλματος του Τζέιμς Κρούμερ σαν αξιωματικού, ώσπου η πατρίδα του τον έστειλε να υπηρετήσει στην Αυστραλία.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, η Πλέσσου με τον σύζυγό της και τα παιδιά τους φτάνουν στο Σίδνεϊ με ένα πλοίο που μεταφέρει 300 κατάδικους και γίνεται η πρώτη Ελληνίδα έποικος στο Νιουκάστλ.
Στην Αυστραλία θα γεννηθεί το έκτο παιδί τους. Απέκτησαν συνολικά έντεκα παιδιά, εκ των οποίων έζησαν τα έξι.
Η Κατερίνα Πλέσσου έζησε ήρεμα αλλά σχετικά φτωχικά στην Αυστραλία, αφού στην κατοχή της η οικογένεια είχε μόνο ένα μικρό αγρόκτημα και τον στρατιωτικό μισθό του συζύγου.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1864, η Αικατερίνη μετακόμισε στο Σίδνεϊ, όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο γιος της, Χένρι.
Μαζί έμειναν μέχρι τον θάνατό της, στις 8 Αυγούστου του 1907, σε ηλικία περίπου 98 ετών.
κείμενο: Σταύρος Μαλαγκονιάρης, "Εφημερίδα των Συντακτών" 8/2017, (απόσπασμα - αναδημοσίευση)
επιμέλεια: J.Eco