Προκοπίου Γιώργος

15 Ιουλίου 2015



O Ερασιτέχνης Φωτογράφος, που φωτογράφιζε για να ζωγραφίζει...
κείμενο: Πέτρος Βόσσος
Πηγή: Από το βιβλίο του ΑΛΚΗ ΞΑΝΘΑΚΗ: «Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας», (αναδημοσίευση)



Όταν ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, στις 2 Μαΐου του 1919, στην προκυμαία της δεν βρίσκονταν μαζί τους κανένας ζωγραφος από την «παλιά Ελλάδα». Ενώ αντίθετα στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 – 1913, είχαν πάει πάρα πολλοί. Αυτό συμβαίνει γιατί θεωρούν το σχέδιο του Βενιζέλου μια μεγαλεπήβολη αλλά χαμένη υπόθεση. Το κενό εκείνο θα το αναπληρώσει ο Μικρασιάτης ζωγράφος Γιώργος Προκοπίου (1876-1940), γνωστός ως ζωγράφος από τα ταξίδια του στην Αβυσινία και την Αίγυπτο.

Με την κινηματογραφική και την φωτογραφική του μηχανή, τα πινέλα και τα χρώματά του, ψάχνει να βρει σκηνές μάχης, όσο μπορεί πιο ρεαλιστικές. Με τη φωτογραφία επιδιώκει να συγκρατήσει το στιγμιαίο δυναμισμό μιας σκηνής, που αργότερα θα δουλέψει στον καμβά του.
Το 1920 του απονέμεται ο Πολεμικός Σταυρός για την κινηματογραφική καταγραφή των δραστηριοτήτων του Ελληνικού στρατού κατά την διάρκεια πολύμηνων πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και Θράκη.
Στα χρόνια 1921-1922 συνεχίζει τις κινηματογραφικές λήψεις και τις απεικονίσεις από τις μάχες στην πρώτη γραμμή. Οι ταινίες του προβάλλονται στο μέτωπο και προκαλούν τον ενθουσιασμό.
Δεινός ερασιτέχνης φωτογράφος, χρησιμοποιεί τις φωτογραφίες που παίρνει από τα διάφορα γεγονότα σαν στοιχεία αναφοράς για τις ζωγραφικές του συνθέσεις. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί σημαντικά ζωγραφικά ντοκουμέντα. Με τη κατάρρευση του μετώπου και την υποχώρηση, ο Προκοπίου θα συνεχίσει να κινηματογραφεί τα δραματικά γεγονότα, που ακολουθούν τη φωτιά και την καταστροφή της Σμύρνης. Με τη βοήθεια του Γάλλου πρόξενου φυγαδεύονται μυστικά, με γαλλική ατμάκατο, τα κιβώτια με τις ταινίες, τα films και τους πίνακές του.




Το φωτογραφικό του εργαστήρι στη Σμύρνη, ήταν τόσο καλά οργανωμένο, ώστε λίγο πριν από τη σύλληψή του, το Σεπτέμβριο του 1922, χρησιμοποιήθηκε από το Τουρκικό Επιτελείο. Kαταδικάζεται σε θάνατο από τους Τούρκους, αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει και να φτάσει στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 1922....
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Γιώργος Προκοπίου, μεγάλος σε ηλικία και πάσχοντας από βρογχικά, ζήτησε από τον Ιωάννη Μεταξά, να του επιτραπεί να πάει στο μέτωπο για την απεικόνιση των μαχών. Τελικά κατορθώνει να πάει, παίρνοντας μαζί του τους μουσαμάδες , τα πινέλα και την φωτογραφική του μηχανή, που έπαιρνε γυάλινες πλάκες διαστάσεων 13χ18. Θα εργαστεί με πάθος και ενθουσιασμό και θα πεθάνει από την καρδιά του στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, ενώ ζωγράφιζε το Αργυρόκαστρο, στις 20 Δεκεμβρίου του 1940. Αυτό είναι το μόνο ζωγραφικό έργο που θα διασωθεί από τη δουλειά του στο μέτωπο της Αλβανίας.
 
Ο Γιώργος Προκοπίου συνδύασε τη φωτογραφική γνώση και τη σκηνοθετική όραση ενός ζωγράφου.
Από το Μικρασιατικό μέτωπο, τράβηξε γύρω στα 14.000 μέτρα ταινίας που καλύπτουν κυρίως τη μικρασιατική περιπέτεια του 1919-1922.
Από το μέτωπο της Αλβανίας διασώθηκε ένας αριθμός από γυάλινες φωτογραφικές πλάκες, που περιλάμβαναν πολυπρόσωπες συνθέσεις με φαντάρους, που είχε πάρει με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για μελλοντικούς πίνακές του. Δεν πρόλαβε όμως να μεταφέρει στον καμβά τις φωτογραφίες του.






Γεώργιος Προκοπίου
κείμενο ¨ Prof. Dr. ΑΓΓΕΛΟΣ Γ.ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ , Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στην Α.Σ. Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ
Η βασική αρετή του καλλιτέχνη Γιώργου Προκοπίου ήταν η ενεργητική του επαφή μέ τα πράγματα. H προσωπογραφία του αυτοκράτορα της Αβησσυνίας Μενελίκ, που έγινε στο ανάκτορο της Aντίς- Αμπέμπα το 1904, με το κάρβουνο και το σφoμίλι, αποτελεί την πρώτη μαρτυρία του ρεαλισμού του. Μακριά από το περιβάλλον της νεοκλασικής και ρομαντικής παράδοσης της Αθήνας του τέλους του περασμένου αιώνα, που είχε καλλιεργηθεί από τους δασκάλους της Βιέννης και του Μονάχου, όπως ο Rαhl, ο Hess, ο Νικηφ. Λύτρας και ο Ν. Γύζης, ο νέος ζωγράφος Γ. Προκοπίου έβλεπε στην Αβησσυνία ανθρώπινους τύπους μιας άλλης φυλής, αφρικάνικης, που δεν υποψιαζόταν τ'αρχέτυπα της ελληνορωμαίκής αρχαιότητας, εκείνα που δέσμευαν την ελληνική γλυπτική και ζωγραφική, ως τις αρχές του αιώνα μας.




Η απελευθέρωσή του από τα δεσμά της αισθητικής εκείνης κληρονομιάς πραγματοποιήθηκε στο πεδίο της προσωπογραφίας, όπου ό ζωγράφος καταπιάστηκε με τους ατομικούς χαρακτήρες της ανθρώπινης φυσιογνωμίας και πάλεψε με την ψυχολογική της έκφραση, για να την υποτάξει στην άμεση παρατήρηση του σχεδιαστή. Άλλοτε με στιγμιαίες περιγραφές της ψυχολογίας του μοντέλου (Στρατηγός Bridges, 1921) άλλοτε μ' επίπονες αναζητήσεις και τελειώσεις του πλασμού (Συνταγματάρχης Πλαστήρας, 1921), ο Προκοπίου έφερνε την ανανέωση της προσωπογραφίας στην ελληνική ζωγραφική.
Με τις πολυάνθρωπες συνθέσεις των μικρασιατικών πολέμων, η ενεργητική του επαφή με τα πράγματα αναπτύχθηκε στο πεδίο της βιαιότερης ύπαρξης. Εδώ η ανθρώπινη προσωπικότητα έχανε τον ατομικό της ρυθμό, για να υπαχθεί στους ομαδικούς ερυθρούς της εκστρατείας και της μάχης. Η προσοχή του ζωγράφου συγκεντρώθηκε στην αναπαράσταση της κίνησης των πολυβολητών και των πυροβολητών και αναλύθηκε στις δραματικές στάσεις του στρατιώτη που σκοτώνει και σκοτώνεται. Η απεικόνιση του μαχητή στην έξαρσή του και στην πτώση του, δεν επηρεάστηκε από τη φρίκη του θανάτου. Η Μεγάλη Ιδέα, που οιστρηλατούσε τη γενιά του Προκοπίου, τη γενιά του 1912 – 1922, έδινε στους πολεμικούς του πίνακες μια μυθική αίγλη, που ανύψωνε τους στρατιώτες σε ήρωες. Ο ρεαλισμός της δράσης μετουσιώθηκε σε ιδεαλισμό ομαδικής έξαρσης και ο Προκοπίου έγινε ο ραψωδός της νέας Ιλιάδας του ελληνισμού, που γράφτηκε κάτω από τα κάστρα της Τροίας.


Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην προκυμαία της Σμύρνης στις 2 Μαΐου 1919, κανένας πολεμικός ζωγράφος από την Παλιά Ελλάδα δεν βρισκόταν ανάμεσά του. Το γεγονός αυτό έχει την πολιτική του εξήγηση στον ελληνικό διχασμό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η μικρασιατική εκστρατεία θεωρήθηκε, από τη στρατιωτική ηγεσία του 1912 -1913, σαν «λάθος» του Ελευθερίου Βενιζέλου και οι έλληνες ζωγράφοι των πρώτων βαλκανικών πολέμων (1912-1913) δεν την ακολούθησαν. Στη νέα ηγεσία του στρατού είχαν τοποθετηθεί άγνωστοι αξιωματικοί, έμπειροι όμως στην τέχνη του πολέμου, με πληγές μαχών και φιλοδοξίες ναπολεόντειες. Αυτό που δεν έδωσε ή τέχνη της Παλιάς Ελλάδας στον ελληνικό στρατό θα το πρόσφερε ο μικρασιατικός ελληνισμός με το ζωγράφο Γιώργο Προκοπίου.
Τ' όνομά του ήταν γνωστό από τα ταξίδια του στην Αβησσυνία, από τα δυνατά κιάρα – σκούρα, που είχε φέρει στην Αλεξάνδρεια από τα βασίλεια του Μενελίκ. Οί αξιωματικοί του μετώπου τον καλούσαν στις σκηνές τους για να έχουν τη συντροφιά του και ν' ακούν τις διηγήσεις του, γι' αληθινές και φανταστικές περιπέτειες σε τόπους και λαούς που τους ήξεραν από τα βιβλία για τον Σεβάχ το Θαλασσινό.
Αυτός, λοιπόν, o ευφάνταστος καλλιτέχνης που έκανε σπορ με τον κίνδυνο και είχε στο αίμα του έναν αδιάκοπο πόλεμο και μια θύελλα για ύπαρξη, φορτώθηκε μια κινηματογραφική μηχανή, την κασετίνα του και τα χαρτιά του και άρχισε να τριγυρίζει στα μικρασιατικά χαρακώματα, για ν' αρπάξει ζωντανά συγκλονιστικές σκηνές σε ώρα μάχης. Κάποτε ο Κονδύλης, Συνταγματάρχης τότε στον τομέα των Σάρδεων, αναγκάστηκε να τον δέσει επειδή προκάλεσε έναν αιφνιδιασμό κατά του εχθρού, για να διασκεδάσει τη στασιμότητα του μετώπου.
 
«Η Διοίκησης του τομέως, έγραφε ο Κονδύλης στις Σάρδεις, (3 Μαίου 1920) επανειλημμένως ηναγκάσθη να λάβη μέτρα περιοριστικά της τόλμης του εμπνευσμένου εραστού της τέχνης και αφοσιωμένου εις την πατρίδα, κατά τας υπερβολάς εις ας ετρέπετο εν τη προσπάθεια του να συλλάβει και αυτάς τας κινήσεις του πυροβολούντος εχθρού».
Σε τέτοιες στιγμες έξαρσης και πυρετού τον γνώρισε και ο Ν. Πλαστήρας στις μάχες του Ελμαλί και Ακτσάλ-Νταγ, στο Σεϊντή-Γαζή και στο Εσκή- Σεχήρ « ... περιτρέχων και αυτάς τας έγγυτέρας προς τον έχθρόν γραμμάς των άκροβολιστών, εύρέθει πολλάκις έν μέσφ διαρηγνυομένων όβίδων και βροχής σφαιρών ίνα άποτυπώση φευγαλέα ήρωϊκα έπεισόδια δυνάμενα να άποδοθώσιν εις τήν αιωνιότητα μόνον διά του χρωστήρος»
Την ζωγραφική και κινηματογραφική του εργασία την παρουσίασε ο Προκοπίου σε μια ώρα κρίσιμη για το ελληνικό έθνος- υποχώρηση του εικοσιδύο, μικρασιατική καταστροφή, προσφυγικά κύματα από την Ανατολή, Επανάσταση. Ό ζωγράφος είχε χαθεί! Είχε μείνει με την οικογένειά του αιχμάλωτος των Τούρκων. Το τουρκικό στρατοδικείο της Σμύρνης τον καταδίκασε σε θάνατο το 1922. Με τη βοήθεια ενός γείτονά του, Τούρκου αξιωματικού και του Γάλλου πρόξενου που του έδωσε την άμαξά του, διέφυγε μια νύχτα από τη φυλακή του, μπήκε σε μιαν ατμάκατο με όλο τον καλλιτεχνικό του θησαυρό και την οικογένειά του, και νάτος μπροστά στον Πλαστήρα, αρχηγό τώρα της Επανάστασης του 1922. Ο Κώστας Αθάνατος έγραψε τότε ένα χρονογράφημα με τον τίτλο «Ο Νώε και η Κιβωτός του», και ο Γιώργος Φτέρης χαιρέτησε τη διάσωση του Προκοπίου από τον « Ελεύθερο Τύπο». Τον είχαν γνωρίσει και οι δυο στο μέτωπο και είχαν συνδεθεί μαζί του με αντρίκια αδελφοσύνη.





«Ο Προκοπίου- έγραφε ο Φτέρης- πέρασε από ημιάγριους λαούς, διέσχισε τα επικινδυνωδέστερα μέρη, επάλαισε με τεράστιες εναντιότητες, κράτησε την παλέτα του ως χιλιοκαπνισμένην σημαίαν, δίπλα από εκείνους που ορμούσαν στα εχθρικά χαρακώματα κατά την διάρκειαν του πολέμου. Επήρε στο τελάρο του το τελευταίο τίναγμα του νεκρού, το τελευταίο λάγγεμα του ματιού, τη ζέστη του αναμένου πολεμικού ουρανού, τη φλόγα του εκπυρσοκροτούντος τηλεβόλoυ- κορφολόγησεν όλο τον απαράμιλλο ανθό της ελληνικής δόξης, προτού ακόμη τον θερίση με το δρεπάνι της η μεγάλη καταστροφή. 'Έμεινε στη Σμύρνη με την καταστροφή, ο στερνός κάτοικος. Και έμεινε επίτηδες διότι είχε αναλάβει και την ευθύνην μιας τριετούς ιστορίας. Καλά, ο στρατός εσώθη, όσος κατόρθωσε να σωθεί. Αλλά εδώ πέρα έχει μείνει αιχμάλωτος η δόξα τόσων χρόνων αι πτερωταί έφοδοι, τα τραγούδια των φαντάρων, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, οι παλιοί αξέχαστοι θρίαμβοι, τα έργα ενός ζωγράφου επάνω στα οποία το Μικρασιάτικο έπος έχει αφήσει το ηλιόφως του...»[ Ελεύθερος Τύπος, 14 Ιανουαρίου 1923].
Τώρα, στις αίθουσες του Πολυτεχνείου ό ζωγράφος παρουσίαζε το έργο του. Για τα αισθήματα συντριβής του ελληνισμού και της Μεγάλης Ιδέας του τραυματισμένου ψυχικά λαού, οι πολεμικές συνθέσεις του Προκοπίου έμοιαζαν με σαλπίσματα εγερτήρια. Δεν ήταν έκθεση ζωγραφικής εκείνη ήταν η φωνή αυτών που έπεσαν στους τόπους του ιστορικού ελληνισμού της Ιωνίας και Αιτωλίας, φωνή που ερχόταν να συγκρατήσει τους ζωντανούς από τον αποσυνθετικό κατήφορο της ήττας, να τους αναστηλώσει την πίστη στο μέλλον. Στις πολεμικές συνθέσεις του Προκοπίου πρωταγωνιστούσαν απλοί και ανώνυμοι φαντάροι, παιδιά μιας συλλογικότητας που συνέχιζε τον τρωικό πόλεμο και μετά την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Σε μιαν ατμόσφαιρα που έντυνε με τα γκριζα της χρώματα το πέρασμά τους από τα χώματα της ιστορικής χερσονήσου, οι στρατιώτες του Προκοπιου μάχονταν και πέθαιναν σαν άξιoι μιας τέτοιας τύχης. Ήταν ο τελευταίος ποιητης της Μεγάλης Ιδέας .


Από το 1923 ως το 1928 ο καλλιτέχνης έζησε τις συγκινήσεις της μνήμης. Συνέχισε να ζωγραφιζει μέσα στη μυθική ατμόσφαιρα του γκρίζου, στο εργαστήρι του της οδού Νικηφόρου Θεοτόκη 12, σκηνές του πολέμου και να μεταφέρει τα τόπια που έβλεπε στην Αττική μέσα στο απαλό φώς μιας λυρικής ατμόσφαιρας, που μεταμόρφωνε τα δέντρα, τα βράχια και τις ακρογιαλιές σε όνειρα.
Η επαφή με το αττικό ύπαιθρο, κυρίως με το δάσος του Άρδηττου, προκάλεσε μια ριζική αλλαγή στη ζωγραφική του Προκοπίου. Το μυθικό φώς των πολεμικών του πινάκων μετασχηματιζόταν στα τοπία του σε ηλιακό φώς και το γκρίζο υποχωρούσε στις αρμονίες του πράσινου. Ο ρεαλιστής κρατούσε από το παρελθόν του το ακριβές πάντα σχέδιο, αλλά ο ρομαντισμός του πολεμιστή υποχωρούσε στον προβληματισμό των συμπληρωματικών χρωμάτων του εμπρεσιονισμού. Τα «Αθάνατα» του Αρδηττού αντιπροσωπεύουν την περίοδο αυτή της αλλαγής της τέχνης του. Η ζωγραφική του ανανεωνόταν από την ευαισθησία του ατμοσφαιρικού τόνου και ο σκληραγωγημένος κυνηγός των κινδύνων έδειχνε τώρα ιδιαίτερη τρυφερότητα για τα σιωπηλά πράγματα του εσωτερικού χώρου- τα λουλούδια, τα φρούτα και τα γυμνά.


Ο Προκοπίου είχε το ίδιο πάθος για ζωή και στον πόλεμο και στην ειρήνη. Με το πάθος αυτό έπεσε, κρατώντας τα πινέλα και την παλέτα στο χέρι, ενώ ζωγράφιζε το Αργυρόκαστρο στις 20 Δεκεμβρίου 1940. Τον είχε κάψει η φωτιά της καρδιάς του, την ώρα που το έθνος πολεμούσε- σαν ένα σώμα- στην Αλβανία, για ν' αποκρούσει την εισβολή του Μουσολίνι και του Χίτλερ.
Ο αναμνηστικός τόμος του ζωγράφου Γιώργου Προκοπίου μας δείχνει, με αντιπροσωπευτικούς του πινάκες, τα στάδια που πέρασε η τέχνη του από το 1900 ως τα 1940. Το ρεαλισμό, το ρομαντισμό, τον εμπρεσιονισμό. Πέρα όμως από τα θέματα και τις μορφές της ζωγραφικής του, το αφιέρωμα αυτό μας αποκαλύπτει ένα δυναμικό και ευαίσθητο δάσκαλο της νεοελληνικής ζωγραφικής, που μαχόταν συνεχώς να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του, για να κατακτήσει την έκφραση, την κίνηση και το φώς, δηλαδή, τα πιο φευγαλέα και δύσκολα πράγματα της ζωγραφικής του καιρού του.