Ασπρόμαυρες Μνήμες
Κώστας Μπαλάφας 1920 – 2011
Η Ελλάδα σε άσπρο – μαύρο είναι η Ελλάδα που ξέρουμε; Η Ελλάδα του γκρίζου ουρανού, της μελανής θάλασσας και των σκοτεινιασμένων προσώπων είναι αυτή που ζήσαμε και ζούμε; Αλλά μήπως οι έγχρωμες καρτ ποστάλ, που αποτυπώνουν την ωραιοποιημένη εικόνα της χώρας και την ισοπεδωμένη όψη των ανθρώπων της, είναι η Ελλάδα;
Ο Κώστας Μπαλάφας δεν είχε ποτέ αυτό το δίλημμα. Οχι μόνο τότε που το έγχρωμο φιλμ ήταν γι' αυτόν άγνωστο, όχι μόνο γιατί το πρώτο που έπεσε στα χέρια του ήταν το ασπρόμαυρο φιλμ της «Φεράνια Καπέλι», λάφυρο από ιταλικό βομβαρδιστικό που τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν στα περίχωρα των Ιωαννίνων το 1940, αλλά από πεποίθηση. Και από την άποψη ότι ο κόσμος, ο δικός του κόσμος των ανθρώπων του μόχθου και της πάλης για επιβίωση, όπως και ο ίδιος την έζησε, δεν έχει ανάγκη από τα στολίδια που θα ελαφρύνουν τα βάρη και θα απαλύνουν τον πόνο για να χαϊδέψουν τελικώς τα μάτια των θεατών.
Η Ελλάδα αυτών των ανθρώπων και η Ελλάδα των δύσκολων χρόνων του πολέμου, της Αντίστασης αλλά και των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν είναι αυτή που αποτελεί τον κύριο όγκο του έργου του. Με τη δύναμη του ασπρόμαυρου φιλμ καταλυτική και με πρωταγωνιστή πάντοτε τον άνθρωπο να διατρέχει όλη την γκάμα του γκρίζου.
«Η ζωή και το έργο του Κώστα Μπαλάφα σφραγίζονται λίγο-πολύ από κοινά θεμελιακά δεδομένα και αρχές: το αυτοδίδακτο (τόσο της τέχνης όσο και της επιβίωσης), η καθαρότητα του σκοπού, η αντισυμβατική στάση, η γνησιότητα της έκφρασης».
Το κύριο προσόν της φωτογραφίας του Μπαλάφα λοιπόν είναι η αμεσότητα της επαφής. Και αν αδιαφόρησε για τους αισθητικούς πειραματισμούς και για τις φωτογραφικές τεχνικές που άλλοι συνάδελφοί του έχουν καλλιεργήσει με επιμέλεια είναι γιατί ο ίδιος αναζήτησε την προσωπική προσέγγιση των θεμάτων του.
Οπως σημειώνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου :«Στράφηκε στην καθαρή φωτογραφία, αναζητώντας με απλότητα και αναγκαιότητα την ουσία του θέματος μέσα από τα όρια του κάδρου και της φωτογραφικής πράξης. Ως εκ τούτου και οι συνθέσεις του είναι απέριττες και χωρίς επιτήδευση. Η τομή που δημιουργούν είναι βαθιά και καθαρή, με την ακρίβεια του νυστεριού».
«Ο Κ. Μπαλάφας είναι ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης, αφ' ενός γιατί ο λαός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής των φωτογραφιών του, αφ' ετέρου γιατί σ' αυτόν κυρίως απευθύνεται αυτό το έργο. Εκτός από ανεξάντλητη πρώτη ύλη δηλαδή, οι άνθρωποι του λαού αποτελούν και τον τελικό αποδέκτη του έργου του. Η θεματική του έργου του, με ελάχιστες ίσως μικρές παρενθέσεις, είναι αξιοσημείωτα συνεχής και συνεπής και υπήρξε κατά βάση η καταγραφή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας σε κάθε της έκφανση. Η Ελλάδα, όμως, μέσα από τις φωτογραφίες του Κ. Μπαλάφα δεν είναι γραφική, καρτ – ποσταλική, επιδερμικά ιστορική ή απλά μια γεωγραφικά προνομιακή χώρα. Είναι ένας ζωντανός παλλόμενος τόπος γεμάτος συγκρούσεις, ανακαλύψεις, αντιθέσεις...».
«Για να κατανοήσει κανείς το έργο του Κώστα Μπαλάφα βαθύτερα, πρέπει ίσως να το φέρει σε προοπτική σχέση με τη γενικότερη στάση του απέναντι στη ζωή και την τέχνη. Ετσι, από τη μια μεριά το αυτοδίδακτο της τέχνης του, σε συνδυασμό με την καθαρότητα του καλλιτεχνικού του σκοπού, τον κράτησαν σε απόσταση ασφαλείας από τις σειρήνες μιμητισμού των δυτικών φωτογραφικών τάσεων. Από την άλλη, η αντισυμβατική στάση του απέναντι στην ίδια του την τέχνη, με την αποφυγή της εμπλοκής στην επαγγελματική φωτογραφία και την άρνηση κάθε αμοιβής για τους φωτογραφικούς του καρπούς, εδραίωσε μέσα του τη γνησιότητα των κινήτρων και την αυτονομία της έκφρασης».
«Ιδωμένο με αυτούς τους όρους, το έργο του Κ. Μπαλάφα είναι δύσκολο να διαχωριστεί από την προσωπικότητά του. Και τα δύο μαζί, αλληλένδετα, συνθέτουν ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο που υπήρξε η ίδια η ζωή του. Ο Κ. Μπαλάφας δεν αποτελεί απλά μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές – φωτογραφικές και μη – με το σημαντικό έργο και την ξεχωριστή βιοσοφία του. Είναι πάνω απ' όλα ένας άνθρωπος που δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια του μπροστά στην ομορφιά, την αλήθεια, την καταστροφή και το θάνατο και ενόσω τα αντίκρισε όλα σε γενναίες δόσεις».
Γεννημένος το 1920 σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, την Κυψέλη της Αρτας, από γονείς αγρότες, ο Κώστας Μπαλάφας βρέθηκε από μικρός στην Αθήνα, βιοπαλαιστής ετών δέκα, στη δουλειά την ημέρα και στο σχολείο το βράδυ. Φωτογράφισε τα εγκλήματα των Γερμανών στα Ιωάννινα και εν συνεχεία, περνώντας στις τάξεις του ΕΛΑΣ, τον αγώνα των ανταρτών. Από τις λίγες περιπτώσεις ανθρώπων που η ζωή και το έργο τους συμβαδίζουν, συνθέτοντας μια αδιάσπαστη ενότητα.
Σε μικρή ηλικία κατέβηκε στην Αθήνα να δουλέψει, το βράδυ σχολείο την ημέρα δουλειά, γύρω στα 1928-29 δούλευε ως υπάλληλος σ' ένα μαγαζί, εκεί είχε την πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία.
Το αφεντικό του δέχτηκε επίσκεψη απ' τα αδέλφια του απ' την Αμερική και θέλησε να τους ξεναγήσει. Είχαν ένα κουτί Kodak που το χειρίστηκε ο Κώστας Μπαλάφας, όπως λέει ο ίδιος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που μπορούσε αιχμαλωτίσει τον ορατό κόσμο.
Εγκατεστημένος στα Ιωάννινα, ως εργαζόμενος μπόρεσε με τις οικονομίες του ν' αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, ήταν μια Junior Kodak B60. Στην αρχή έβγαζε φωτογραφίες όπως όλοι, αναμνηστικές κλπ.
Στα Γιάννενα τότε υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφική κίνηση σε σχέση με την Αθήνα, πολλοί είχαν αρκετά καλές μηχανές όπως Rollei, Leica, Zeiss.
Έτυχε τότε να έρθει ένας τραγουδιστής, ο Επιτροπάκης, για την πόλη ήταν μεγάλο γεγονός, έσπευσαν λοιπόν όλοι οι φωτογράφοι να απαθανατίσουν το γεγονός, μαζί τους και ο Κώστας Μπαλάφας, οι υπόλοιποι όταν είδαν την μηχανή του είπαν: «Να ο Μπαλάφας με το σαραβαλάκι του» και γέλασαν, έτυχε όμως την στιγμή που πάτησε το κλείστρο, ο τραγουδιστής να μην κουνηθεί, και η φωτογραφία βγήκε καλύτερη απ' όλων των άλλων, φαντάζεστε την αντίδρασή τους...
Αργότερα ο Κώστας Μπαλάφας αποκτά μια καινούργια Robot ανταλλάζοντάς την με την προηγούμενη και με το ρολόι του.
Πλησιάζει ο πόλεμος, η νέα του μηχανή είναι μικρή και εύχρηστη και έχει τη δυνατότητα να την έχει πάντα μαζί του και απαθανατίζει τα δραματικά γεγονότα της εποχής, δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος απ' το υλικό αυτό κατασχέθηκε απ' την Ασφάλεια.
Για όλες αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκε ένα κινηματογραφικό φίλμ που του ήρθε στην κυριολεξία απ' τον ουρανό, ένα Ιταλικό βομβαρδιστικό χτυπήθηκε και έπεσε στην πόλη, στην άτρακτό του βρέθηκε το φίλμ.
Στον πολεμο έβγαλε πολλές «κλεφτές» φωτογραφίες όπως λέει, τα φίλμ τα εμφάνιζε εκεί, τα μάζεψε, τα έβαλε σ' ένα μεταλλικό κουτί και τα έκρυψε στο ξύλινο πάτωμα ενός σπιτιού τα οποία θα πάει να πάρει τον 1976, αρκετά απ' αυτά θα διασωθούν και θα γίνουν ένα λεύκωμα με τίτλο: «Το αντάρτικο στην Ήπειρο».
Από το 1951 εργάστηκε στη ΔΕΗ και τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του τον διέθεσε στη φωτογραφία. Οι σκληρές συνθήκες ζωής των παιδικών του χρόνων και οι αγώνες του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία, επέδρασαν στον ευρύτερο ψυχισμό του και διαμόρφωσαν το ύφος της φωτογραφικής του δουλιάς, ιδίως σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού, τα οποία κυρίως τον απασχόλησαν.
Οι φωτογραφίες του Μπαλάφα από την Αντίσταση πέρασαν αναμφίβολα στην Ιστορία ως αψευδής μαρτυρία μιας κορυφαίας πράξης του ελληνικού λαού. Η αγριότητα του πολέμου, οι κακουχίες, το πάθος για τον αγώνα, όλα βρίσκονται εκεί, καταγραμμένα από τον φακό του με την κατάθεση της ψυχής του.
Στην τριαντάχρονη φωτογραφική του πορεία, ο Κ. Μπαλάφας έχει συγκεντρωμένες στο αρχείο του τις εικόνες μιας Ελλάδας που πλέον δεν υπάρχει, συνθέτοντας έτσι την άλλη ιστορία της. Ο Κ. Μπαλάφας ανήκει στους ουμανιστές φωτογράφους της μεταπολεμικής περιόδου, που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής φωτογραφίας. Παράλληλα, το σύνολο της δουλιάς του αποτελεί μοναδική μαρτυρία για την ιστορία και την κοινωνία του τόπου. Γνήσιος ποιητής της φωτογραφικής τέχνης, αφουγκράστηκε την ψυχή των απλών ανθρώπων και αποτύπωσε στιγμές της καθημερινής τους ζωής.
Στο έργο του πρωταγωνιστούν οι κάτοικοι των απομακρυσμένων χωριών της Ηπείρου, που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, δίνουν το σκληρό αγώνα της επιβίωσης. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι αγέρωχες Ηπειρώτισσες μάνες, ταγμένες στη συνέχεια της ζωής. Οι φωτογραφίες του από την Αντίσταση, ασπρόμαυρες, δραματικές, ιστορικά σημαντικές, είναι το πολύτιμο ντοκουμέντο μιας εποχής, που, ταυτόχρονα με την αφαιρετικότητα και την ευαισθησία τους αποτελούν πρόταση για την προσέγγιση σύγχρονων βίαιων γεγονότων που σήμερα συνεχίζουν να καταγράφουν οι νεότεροι.
Αν όμως οι φωτογραφίες της Αντίστασης, όταν δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά, προκάλεσαν δικαιολογημένα τεράστια συγκίνηση για τις μνήμες που διέσωσαν, η συνέχεια δεν υπήρξε λιγότερο ενδιαφέρουσα. Για τον Κώστα Μπαλάφα η φωτογραφία θα έμενε πάντοτε, πέραν των άλλων, ένα εργαλείο για κοινωνικό προβληματισμό. Και από αυτή τη θέση εκκινώντας και περπατώντας όλη την Ελλάδα, στάθηκε για να αποτυπώσει τον νέο αγώνα του Ελληνα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Γιατί αν η Ελλάδα της δίνης του πολέμου και της Αντίστασης είναι δικαιολογημένα αυτή που καταγράφεται στις φωτογραφίες της εποχής, η εικόνα της δύο και τρεις δεκαετίες αργότερα ξαφνιάζει. Η Αθήνα, έχοντας απομακρυνθεί από την εποχή των δεινών, μπορεί να ζούσε ήδη τις μεγάλες αλλαγές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο· τα νέα ρεύματα που έρχονταν από το εξωτερικό μπορεί να έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν· η «επαρχιακή», όπως χαρακτηριζόταν από τους ξένους επισκέπτες, πρωτεύουσα να άρχιζε να αποκτά λούστρο ευρωπαϊκό.
Ο κόσμος φαίνεται στενός για τους άνδρες που αγωνίζονται τώρα ενάντια στη φτώχεια, για τις γυναίκες που κουβαλούν παντού μαζί τους τα μωρά στον ώμο, για τον βοσκό που τα πρόβατα είναι ολόκληρη η ζωή του, για τον εργάτη που γι' αυτόν η εξέλιξη δεν έχει ακόμη φθάσει.
Σε αυτές τις φωτογραφίες ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει σε ένα άχρονο τοπίο και βεβαίως να δικαιολογεί στο έπακρο τη μετανάστευση προς το κέντρο αλλά και προς το εξωτερικό ως μοναδική ελπίδα διεξόδου από την ανέχεια. Η καταγραφή έτσι της μεταπολεμικής κοινωνίας της άλλης Ελλάδας, αυτής που βρίσκεται μακριά από την Αθήνα και αγκομαχά κάτω από το βάρος της οικονομικής δυσπραγίας, των περιορισμένων μέσων για την επιβίωση και των ανύπαρκτων δυνατοτήτων για εξέλιξη, συνιστά μία ακόμη συμβολή του Κώστα Μπαλάφα στη διαφύλαξη μιας όχι και τόσο μακρινής εικόνας μας.
Δείτε το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΟΥ» που παρουσιάζει τον Έλληνα φωτογράφο ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΦΑ, εστιάζοντας σε μια χρονολογία κομβική τόσο για το έργο του όσο και για την Ελλάδα, το 1953. Το ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται με πλάνα από την αναδρομική έκθεση με φωτογραφίες του, που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη το 2003. Την αφήγηση του ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΦΑ στην εκπομπή πλαισιώνουν πλούσιο φωτογραφικό υλικό, πλάνα αρχείου και έντυπο αρχειακό υλικό με ιστορικά γεγονότα της εποχής.
Κώστας Μπαλάφας
[...] Γεννήθηκα σ' ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ' ένα γαλακτοπωλείο.
Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ' ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι' αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία.
Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα' θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ' ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ' ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το 'ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ' τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα.
[...] Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή. Επειδή ακριβώς σ' αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή, και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ, στο Όρος. Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα.
Γι' αυτό και δεν μπορώ να πω, ξέρεις, θα κάνω αυτό και αυτό και γι αυτόν το λόγο. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω. Μου έκανε μια κριτική μια εφημεριδούλα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σ' αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ' ένα σημείο: «Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση» και είναι πράγματι έτσι.
Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου.
Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω....
Ο Κώστας Μπαλάφας για το Αγιο Όρος
[...] Στο Όρος, όταν πήγα την πρώτη φορά, είχα αρκετό σιδερικό μαζί. Είχα τη Rolleiflex σαν κύριο μηχάνημα και μια Nikomat για τα εσωτερικά, για να έχει ένα φωτεινό φακό και χαμηλές ταχύτητες. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα φλας, γιατί καταστρέφει τον περίγυρο Παίρνει τόσα φλύαρα στοιχεία που με το φως μπορώ να τα απομονώσω. Κυρίως είναι ο αμείλικτος ρεαλισμός του φωτογραφικού φακού που θέλει μαεστρία στη χρησιμοποίησή του, ώστε να απομονώσεις από την πεζότητα των άλλων πραγμάτων εκείνα τα στοιχεία που έχουν αισθητική αξία, για να τους δώσεις ακριβώς αυτή την αίγλη που έχει η τέχνη, τη μαγεία της αλήθειας και της πραγματικότητας. Η τέχνη στην προσέγγισή της από τον άνθρωπο έχει μια ομορφιά κι έχει και το χάρισμα, εφόσον είναι πλαστικά καλή, να ζει και μετά τον καλλιτέχνη. Αυτό το βλέπουμε και στα ομηρικά έπη που δεν πάλιωσαν ακόμη και είναι η χρυσομάνα της λογοτεχνίας. Ο Αχιλλέας δεν θα ήταν παρά ένας από τους χιλιάδες πολεμιστές που έχει κάθε χώρα. Αλλά επειδή ο Όμηρος τον είχε μεγάλο και σαν τέτοιο τον παρουσίασε στο ποιητικό του έργο, έγινε ο πανανθρώπινος ήρωας των λαών. Έτσι και ο φωτογράφος, έχει έγνοια πως θα μπορέσει να απομονώσει, από τη σωρεία της πεζότητας, εκείνα τα πράγματα που έχουν μια αισθητική αξία. Αυτό προσπάθησα κι εγώ, όσο μπορούσα βέβαια, να προσεγγίσω το φυσικό στοιχείο.
[...] Κάθε φορά που έφευγα από το Όρος, έφευγα από έναν τόπο που θαρρείς και ήταν από τη φύση του αγιασμένος. Η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι λαϊκοί μαστόροι έκαναν το θαύμα τους, έκαναν εκείνα τα κομψοτεχνήματα με έναν απόλυτο σεβασμό προς το περιβάλλον και το φυσικό χώρο. Οι άνθρωποι που υπηρετήσαν αυτόν το χώρο με την προσευχή και την εργασία τους κατόρθωσαν να κάνουν ένα χώρο συνάντησης, θα 'λεγε κανείς, του προσωρινού και του ανθρώπινου με το αιώνιο και το άγιο. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Σπύρος Μελάς για την ομορφιά του Αγίου Όρους, όταν πρωτοπήγε σε αυτό: «Σαν τι άραγε περισσότερο να 'χει ο Θεός στον Παράδεισό του από το Άγιον Όρος;».
Τα ταξίδια μου αυτά με βοήθησαν στο πως είδα την ανθρώπινη απληστία. Είδα οι άνθρωποι εκεί να είναι ευχαριστημένοι με το τίποτα αυτή η ακτημοσύνη, το να μην έχει τίποτα ολότελα δικό του κανένας, αυτή η αλληλεγγύη που έχουν μεταξύ τους, τα διακονήματα που με την καρδιά τους κάνουν, τον κόσμο αυτόν που φιλοξενούν με τόση χαρά και με τόση ευχαρίστηση, και όλα αυτά με μια ποιότητα ανθρωπιάς. Εκεί πέρα, λοιπόν, σε μιαν άλλη κοινωνία ανθρώπων, σ' ένα κομμάτι του Βυζαντίου που λες και ξέκοψε από τον κύριο κορμό και πήγε και συνδέθηκε σε κείνο το πόδι της Χαλκιδικής είδα ανθρώπους εντελώς ξεχωριστούς, με δικό τους ημερολόγιο, δικό τους ωράριο, δικό τους γλωσσάρι, δική τους ανθρώπινη συμπεριφορά. Όλα αυτά με αποξένωσαν γενικά από την άλλη ζωή και είδα αυτούς τους ανθρώπους διαφορετικά έτσι, λίγο φοβισμένους ανθρώπους, σκιαχτερές φιγούρες, που πιστεύουν βέβαια στο Θεό αλλά και τον φοβούνται τους έβλεπα να βγαίνουν από κείνες τις στοές, με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς συζήτηση, γέλιο, χαρά, με μόνη μουσική τη δική τους, την ψαλμωδία.
Για ένα λαό είναι σημαντικό το θέμα της μουσικής ένας λαός και χωρίς όπλα πολέμησε, ποτέ όμως χωρίς τραγούδια. Και το τραγούδι των καλογήρων ήταν η ψαλμωδία, η βυζαντινή αυτή αντηχεί στον τόπο αυτό, στις μονές που φτιάχτηκαν με τέτοια ισορροπία και τέτοιο σεβασμό προς το περιβάλλον και με τόση ωραιότητα και τόση σοφία στη λειτουργικότητα: που θα είναι η εκκλησία, που θα είναι η τράπεζα, που θα είναι οι κοιτώνες τους, όλα αυτά τα στοιχεία με μια σοφία στη δομή των κτιρίων κι εκεί νομίζω πως η ρωμαίικη μαστοράντζα έκανε θαύματα. Αυτά τα κτίρια και αυτός ο κόσμος με μάγεψαν. Φωτογράφισα λοιπόν και τα κτίρια και τους ανθρώπους και χωρίς να είναι άσχετα το ένα με το άλλο. Δεν θα ταίριαζε χωρίς το ράσο να κυκλοφορήσουν άνθρωποι εκεί μέσα. Εμείς ήμασταν ξένοι, παρείσακτοι οι άνθρωποι που ήταν δεμένοι με το περιβάλλον ήταν αυτοί οι ίδιοι. Ήταν στο φυσικό τους περίγυρο. Όσο για μένα, ένιωθα ένα δέος, ένα σεβασμό προς το χώρο και το περιβάλλον. Να σκέπτεσαι που θα πατήσεις, ότι είναι ένας χώρος ιερός.
Πηγές από το διαδίκτυο, καθώς και ένα απόσπασμα από το Λεύκωμα "Κώστας Μπαλάφας. Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος" 1969-2001, εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη – Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη "'Άγιον Όρος" – Αθήνα 2006, (αναδημοσίευσεις)
Της Ειρήνης Κοντογεωργίου,
Συνέντευξη με τον Φωτογράφο Κώστα Μπαλάφα
Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φωτογράφος», τ. 59. (αναδημοσίευση)
"....Ήταν μια από τις πρώτες συναντήσεις μας. Σεπτέμβριος του 1997. Ο κήπος του στο Χαλάνδρι γεμάτος πορτοκαλιές, λεμονιές και ροδιές. Ο ίδιος συγκινητικά ευγενικός. Τολμηρός κι ευαίσθητος. Μια από τις πρώτες ερωτήσεις αφορούσε αυτό που κυρίως ήθελε να εκφράσει μέσα από την τέχνη της φωτογραφίας:
- Πρώτα τα βιώματα. 20 χρονών παιδί φωτογράφισα τα αισθήματά μου για την Αντίσταση. Έζησα τη γενιά του '40. Αυτό το μεγαλούργημα. Ήταν η γενιά που εξαγόρασε το δικαίωμά της να ζει λεύτερα με το ίδιο της το αίμα. Έβλεπες τότε αυτό που λέμε προσφορά και που δεν το συναντάς σήμερα. Υπήρχαν γιατροί που γυρνούσαν στα χωριά , λες και ήταν Άγιοι Ανάργυροι, για να γιατρέψουν τη φτωχολογιά. Αυτή η ανθρωπιά, με την πλατύτερή της έννοια, με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. Έτσι άρχισα. Πούλησα τη μηχανή που είχα και πήρα μια μικρή Robot που μου επέτρεπε να παίρνω «κλεφτές» φωτογραφίες. Με αυτήν φωτογράφισα την Αντίσταση. Πριν έπαιρνα κι εγώ αναμνηστικές, ηλιοβασιλέματα, χρυσάνθεμα και δεν συμμαζεύεται. Έπειτα ήταν τα προσωπικά βιώματα. Κατάγομαι βλέπετε από μια φτωχή και κακοτράχαλη περιοχή την οποία οι άνθρωποι τη στύβουν με τα χέρια και την ποτίζουν με ιδρώτα για να καρπίσει. Απ'την Ήπειρο. Απ' τα Τζουμέρκα της Άρτας. Ένα από τα μεγάλα δράματα τότε ήταν ο ξενιτεμός. Έφυγα από κει 11 χρονών. Ήρθα κι εγώ όπως όλα τα παιδιά των φτωχών οικογενειών μόνος, για βιοπορισμό. Έκανα διάφορες δουλειές και πήγαινα νυχτερινό σχολείο.
- Η πρώτη μηχανή πώς έφτασε στα χέρια σας;
- Είχαν έρθει κάποιοι συγγενείς του αφεντικού στο μαγαζί που δούλευα, απ' την Αμερική. Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας, με πήραν κι εμένα σε μια εκδρομή στην Πάρνηθα και μου έδωσαν το «κουτί» για να τους τραβήξω μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες. Καταλαβαίνετε τη χαρά μου! Μετά πήρα μια Kodak Junior. Αυτήν την πούλησα μαζί μ' ένα ρολόι και πήρα την Robot –προάγγελο του motor drive- με γωνιόμετρο στο βιζέρ- με την οποία τράβηξα την αντίσταση.
Για τα βιώματα που λέγαμε. Πάντα με τράβαγε σαν μαγνήτης η φτώχεια. Οι πρώτοι φίλοι μου στην Αθήνα ήταν τα λουστράκια. Έρχονταν στο καφενείο που δούλευα αργά, όταν οι υπόλοιποι είχαν φύγει, και τα πότιζα παγωμένο νερό. Τότε ένα ποτήρι κόστιζε περίπου 20 λεπτά. Αυτά με μάθαν να καβαλάω από πίσω το τραμ για να μην πληρώνω εισιτήριο. Αλλά γενικά έχω ιδιαίτερη ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο.
- Και βρήκατε άφθονο στην Αντίσταση...
- Εκεί υπήρχε άφθονο υλικό. Αρκεί κανείς να μην σταθεί στη φλούδα της φαινομενικότητας, αλλά να περάσει στο πετσί των ανθρώπων.
- Υπάρχει όντως μεγάλη διαφορά, κατά τη γνώμη σας, στη φωτογραφική ματιά της δική σας και σε αυτήν του Σπύρου Μελετζή, όσο αφορά την Αντίσταση;
- Α, βεβαίως. Ο Σπύρος Μελετζής είναι ένας ωραιολάτρης και τα αποτύπωσε όλα με το δικό του τρόπο. Αντάρτες που ήταν έτοιμοι για παρέλαση κι όχι πεινασμένοι και ψειριασμένοι όπως τους είδα και τους κατέγραψα εγώ.
- Θεωρείτε περισσότερο «ρεαλιστικές» τις δικές σας;
- Λίγο ναι. Αλλά αυτό θα το δείτε εσείς καλύτερα συγκρίνοντας τα δύο βιβλία. Άλλωστε, όπως δυο άνθρωποι διαφέρουν ως χαρακτήρες, διαφέρουν και στην καλλιτεχνική τους έκφραση. Πάντως διάφοροι με χαρακτήρισαν συμπλεγματικό άνθρωπο, επειδή φωτογράφιζα τη φτώχεια και την αθλιότητα. Πιστεύω ότι υπάρχει πρόβλημα όταν κάποιος δεν βλέπει τη χαρά στη ζωή. Άλλο τόσο όμως, ίσως και μεγαλύτερο πρόβλημα, υπάρχει όταν δεν βλέπεις τη λύπη. Και στις δύο περιπτώσεις λείπει κάτι το βαθειά ανθρώπινο.
- Θα θέλατε να ξαναθυμηθείτε αυτό το οδοιπορικό στην Αντίσταση;
- Ήταν μεγάλο. Έδωσε κατ' αρχήν την ευκαιρία να μεταφερθούν οι πολιτισμικές αξίες στον κόσμο εκείνο, ο οποίος είχε άγνοια από αυτά τα πράγματα. Στο βουνό εκείνη την εποχή ανέβηκε ό,τι εκλεκτό είχε τούτος ο τόπος. Άνθρωποι απ' τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο που αγωνίστηκαν πλάι του με καρδιά. Μέχρι τότε οι άνθρωποι εκεί το κράτος το είχαν γνωρίσει μόνο μέσα από το φορατζή και τον χωροφύλακα.
Ως και κληρικούς έβλεπες, με ανάκατα σταυρούς και φισεκλίκια, οι οποίοι καθώς κήρυτταν την επανάσταση κήρυτταν και το λόγο του Θεού. Γίνονταν παραστάσεις με τη συμμετοχή απλών ανθρώπων που έφτασαν σε κορυφές καλλιτεχνικής έκφρασης και απόδοσης. Πόσα ταλέντα δεν ξεπήδησαν από κει μέσα!
- Επομένως εκτός από πόνο αυτή η εμπειρία γέννησε και δημιουργία.
- Μα βέβαια. Γιατί υπήρχαν ελπίδα και ιδανικά. Αυτό που λείπει σήμερα δηλαδή. Μιλούν τώρα όλοι για κρίση. Κρίση στο τραγούδι, στο θέατρο, στην κοινωνία...
- Και η τεχνολογική εξέλιξη τι ρόλο παίζει κατά τη γνώμη σας;
- Οι τεχνικές ευκολίες, τα περιοδικά, οι σχολές θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Αλλά συχνά, ξέρετε, η ευκολία μετατρέπεται σε δυσκολία. Γιατί συνηθίζει ο άνθρωπος να ικανοποιείται με το ελάχιστο και δεν προσέχει για το πολύ. Φοβάμαι ότι τα πολλά μέσα παγιδεύουν και χάνεις το θέμα, την ουσία. Και κάτι άλλο. Είναι αυτή η βιασύνη που έχουν σήμερα οι νέοι. Το ταλέντο για να αξιοποιηθεί θέλει πολλή δουλειά κι έναν ποταμό από αγάπη. Γιατί, ξέρετε, ακόμη και τα μυστικά της κρεβατοκάμαράς μας φαίνονται στη δουλειά μας. Αν κάπου είμαστε ψεύτικοι, θα φανεί στη φωτογραφία μας.
- Το ασπρόμαυρο ή το έγχρωμο φιλμ προτιμάτε;
- Εξαρτάται από την επιδίωξή σου κάθε φορά και από τις ικανότητές σου. Πάντως το έγχρωμο έχει αδυναμία στο χρόνο. Από την πλευρά της αντοχής εννοώ. Αυτό πάντως που πάντα διατυμπάνιζα στα ΜΜΕ, γιατί είμαι από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την τηλεόραση, τότε που εκπέμψαμε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη...
- Εννοείτε την πρώτη πειραματική εκπομπή από τη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης;
- Ακριβώς. Ήμουν ο πρώτος οπερατέρ τότε. Μαζευτήκαμε εκεί χωρίς καν να έχουμε δει πριν αυτό το καινούργιο προϊόν κι έπρεπε να το κατασκευάσουμε. Μας βοήθησαν βέβαια Ολλανδοί και Αμερικανοί τεχνικοί, που διόρθωναν και μας εξηγούσαν τα λάθη μας. [...] Όσο για το έγχρωμο και την αδυναμία που λέγαμε, έχω την άποψη ότι εφόσον δεν έφτιαξαν ένα υλικό καλύτερο από το ασπρόμαυρο από άποψη αντοχής, δεν έπρεπε να φύγουν απ' αυτό. Βλέπεις παλιές εκπομπές ή και ιστορικά ντοκουμέντα π.χ. αποκατάσταση της Δημοκρατίας, και έχουν χαθεί όλες οι λεπτές ποιότητες που έχει πάνω της η εικόνα. Έχουν μείνει μόνο τα περιγράμματα. Αυτό είναι έγκλημα απέναντι στην Ιστορία. Έχουμε ιστορικές καταγραφές απ' την εποχή του Λυμιέρ και δεν έχουμε απ' αυτόν τον αιώνα! Όσο για την ασπρόμαυρη φωτογραφία, θέλω να συμπληρώσω ότι η αφαίρεση του χρώματος προσθέτει μια ιδιαίτερη συγκινησιακή δύναμη.
Με τι θα παρομοιάζατε το ρόλο του σκοτεινού θαλάμου στη φωτογραφία;
- Ο φωτογράφος που τυπώνει τη δουλειά του στο σκοτεινό θάλαμο είναι σαν το συνθέτη που εκτελεί ο ίδιος τη μουσική του.
- Να ξαναμπούμε στο οδοιπορικό σας;
- Μετά την αντίσταση υπήρχε μια διάχυτη απογοήτευση. Άνθρωποι άξεστοι κυνηγούσαν, βασάνιζαν, έστελναν στα ξερονήσια. Θυμάμαι ότι η απελπισία είχε γίνει τόσο μεγάλη, που οι άνθρωποι τους ιριδισμούς στις βιτρίνες της Σταδίου τους «έβλεπαν» σαν Άη Γιώργη ή σαν την Παναγία που κλαίει. Έψαχναν απεγνωσμένα για ελπίδα. Εγώ τότε δούλευα ως διερμηνέας στη Γλυφάδα. Κοντά στη δουλειά μου είχαν έρθει, ποιος ξέρει από πού κυνηγημένοι, ένα ζευγάρι με το παιδάκι τους κι έστησαν μια παράγκα. Χειμώνας, ξυπόλητοι και πεινασμένοι. Είχε ρίξει θυμάμαι κάποια στιγμή ο αέρας ένα δέντρο και βγήκε το ζευγάρι να το κάψει για να ζεσταθούν. Το παιδάκι τους βγήκε έξω και τους κοίταζε κι η μάνα του φώναξε πολύ αυστηρά: «Τσακίσου και πήγαινε μέσα! Θα μου αρρωστήσεις και τι θα σε κάνω»; Αυτή η σκληρότητα στη φωνή και η τρυφερότητα μαζί με συγκλόνισαν.
- Θυμάστε έντονα κάποια «φωτογραφία» που δεν καταφέρατε να τραβήξετε;
- Μια φωτογραφία που με κυνηγά σ' όλη μου τη ζωή, γιατί δεν είχα μηχανή πάνω μου να την πάρω, ήταν αυτή: Ήρθε να δουλέψει στη Γλυφάδα ένας ξερακιανός λογιστής τραπέζης που τον είχαν απολύσει. Το βράδυ έπαιρνε ό,τι περίσσευε από το φαγητό, για να το πάει στην οικογένειά του. Βγήκε μια μέρα με χιόνι για να φέρει ένα βαρέλι με πετρέλαιο. Φορούσε καμπαρντίνα και προσπαθούσε μέσα στο κρύο να το μεταφέρει από μια ανηφόρα. Αυτό το βαρέλι καθώς κυλούσε έμοιαζε με την ίδια τη ζωή που, ή θα τον έπαιρνε από κάτω ή θα τα έβγαζε πέρα. Γενικά ο φωτογραφικός μου προβληματισμός είναι αυτοί οι άνθρωποι του πόνου. Γιατί κοιτάξτε, κακά τα ψέματα: Αυτό που λέμε ευτυχία και χαρά είναι σαν ένα φύσημα δροσιάς στην κάψα του καλοκαιριού. Ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας.
- Είναι αισιόδοξη αυτή η ματιά;
- Φυσικά. Γι' αυτό πολεμώ μ' αυτούς τους ανθρώπους. Για να δείξουν τη δύναμή τους. Κι έχουν μια δύναμη μεγάλη. Εκεί κρύβεται η ανθρώπινη ποιότητα. Οι άλλοι πιθηκίζουν. Αυτοί είναι που γλεντούν πραγματικά. Ο χορός τους κάθε φορά έχει πολύ προσωπική έκφραση. Οι άλλοι χορεύουν ολόιδια. Και ξέρουμε ότι η ομαδική έκφραση οδηγεί στη βιομηχανία, ενώ η προσωπική στην τέχνη.
- Η εισβολή της φωτογραφίας προσφέρει ουσιαστικά στην επικοινωνία ή πρόκειται για οπτική φλυαρία;
- Στη δημοσιογραφία βάζουν τη φωτογραφία να υπηρετεί δουλικά το λόγο. Ενώ είναι μια αυτόνομη τέχνη. Τείνει σήμερα να αντικαταστήσει το κείμενο γιατί είναι πιο καταληπτή, δεν κουράζει και είναι περισσότερο πειστική, μια και μεταξύ φωτογράφου και αντικειμένου παρεμβάλλεται ο αμείλικτος ρεαλισμός του φακού. Όμως αυτό λειτουργεί μόνο αν μεταφέρει κάποιο μήνυμα, αν δημιουργεί κάποια συγκίνηση.
- Είχατε πρότυπα όταν ξεκινήσατε;
- Ο πρώτος – πρώτος ήταν ο Σπύρος Μελετζής. Είναι άνθρωπος με βαθειά καλλιέργεια. Και ήταν ίσως ο πρώτος που δεν εργάστηκε για τα λεφτά, για αυτό και δεν έκανε ποτέ του περιουσία. Ήταν ο άνθρωπος που κάθε Κυριακή την αφιέρωνε στους καλλιτέχνες. Φωτογράφιζε τα γλυπτά τους, τους πίνακές τους. Πήγαινα κι εγώ τις Κυριακές και τον χάζευα. Είχαμε γνωριστεί στην ΕΦΕ (σ.σ. Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία). Αλλά τον είχα δει για πρώτη φορά το '36, όταν πεζοπόρος ήρθε από την Άρτα στο χωριό μου, διανύοντας 90χλμ, με κείνα τα παλιά βαριά σύνεργα στην πλάτη, για να φωτογραφίσει το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Με γοήτευσε. Έδινε σημασία στο παραμικρό. Μέχρι και στο πασπαρτού που χρησιμοποιούσε. [...] Οι ξένοι μου άρεσαν πολύ στο ρεπορτάζ. Η Λαγκ, ο Έβανς, ο Σμιθ, ο Κάπα. Ήταν άνθρωποι που φωτογράφιζαν με την καρδιά. Ο Κάπα είχε αμφισβητηθεί πολύ ξέρετε, γιατί δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στην τεχνική.
- Για τις κυρίες της ελληνικής φωτογραφίας ποια είναι η γνώμη σας;
- Η Νelly'ς ήταν άνθρωπος του φωτογραφείου. Την ενδιέφερε το πώς θα βγάλει ένα ωραιοποιημένο πρόσωπο. Δεν μας έδωσε χαρακτήρες. Έγινε βέβαια μεγάλος ντόρος με τη χορεύτρια στην Ακρόπολη. Αλλά έκανε πολύ καλά τη δουλειά που ήξερε και σε αυτήν περιορίστηκε. Θέλω να πω ότι ήταν καλή, χωρίς όμως να έχει δώσει μια ώθηση στη φωτογραφία. Η Παπαϊωάννου, ναι. Ήταν καλλιτέχνης με καλλιέργεια, με ευαισθησία, με σωστή απόδοση.
- Βγάλατε χρήματα από τη φωτογραφία;
- Όχι. Ούτε πούλησα ποτέ μου φωτογραφία και το αποφεύγω σαν το διάβολο. Πιστεύω ότι ζημιώνει. Γιατί ο παράγοντας πελάτης, όταν ζεις απ' τη φωτογραφία, στέλνει περίπατο την προσωπική σου αίσθηση. Ο Στουρνάρας π.χ. ήταν πολύ καλός φωτογράφος, αλλά δεν κατάφερε να αφήσει σπουδαίο έργο. Καλοτυπωμένη φωτογραφία, καλοκαδραρισμένη, αλλά σταματά στη φλούδα της φαινομενικότητας.
- Ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους φωτογράφους;
- Πολλή δουλειά και πολλή αγάπη. Τα θέματά τους να τα βλέπουν και να τα ξαναβλέπουν. Δεν χρειάζεται βιασύνη. Ούτως ή άλλως η πείρα έρχεται σιγά σιγά, μόνη της και δεν μεταφέρεται. Είναι σαν να βλέπετε κάποιον να χορεύει ωραία. Δεν θα μάθετε εσείς χορό, αν δεν προσπαθήσετε η ίδια. Να διαβάσουν ποίηση, να διαβάσουν λογοτεχνία. Εκεί θα δουν εικόνες. Εκεί θα καταλάβουν. Δεν μπορείς να κάνεις πορτρέτο αν δεν ξέρεις φυσιογνωμική. Πρέπει να μελετήσουν εις βάθος τα πράγματα....."
κατεβάστε βιβλία γιά τον Κώστα Μπαλάφα - free eBooks - από το www.costasbalafas.gr