Φωτογραφείο "Elite" - Κουτσούκος Τάσος

3 Αυγ 2015



Με το μαγικό φακό του αιχμαλώτισε για πάντα το λαμπερό χαμόγελο της Αλίκης, το γοητευτικό βλέμμα του Στέλιου, τα πανέμορφα μάτια της Τζένης. Τα φλας του Τάσου Κουτσούκου άστραφταν για δεκαετίες ολόκληρες πάνω σε λαμπερές προσωπικότητες του θεάτρου, του πάλκου και του κινηματογράφου. Από το ιστορικό φωτογραφείο του, που λειτουργούσε επί 62 χρόνια στον αριθμό 2 της οδού Θήρας στην Κυψέλη, είχαν περάσει κατά καιρούς από τον Κάρολο Κουν, τη Σοφία Βέμπο και την Ελένη Ζαφειρίου έως τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Κώστα Χατζηχρήστο και τη διεθνούς φήμης υψίφωνο Μαρκέλλα Χατζιάνο.





 Τάσος Κουτσούκος - Elite



Ολοι αυτοί, και πλήθος ακόμη μεγάλων μορφών, όπως ο Κώστας Μουσούρης, ο Νικηφόρος Νανέρης και ο Ανδρέας Βουτσινάς, του έδωσαν το παρατσούκλι που έμελλε να γίνει τελικά συνώνυμο με τις αθάνατες φωτογραφίες του. Τον είπαν «κύριο Elite» και με αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ο ίδιος υπέγραφε τα φωτογραφικά έργα τέχνης του. Ο Τάσος Κουτσούκος έζησε έντονα, αλλά «έφυγε» αθόρυβα...
Τον Μάιο του 2011 το φωτογραφείο «Φωτό Elite», τους τοίχους του οποίου κοσμούσαν πορτρέτα της Βουγιουκλάκη, του Καζαντζίδη, του Παπαμιχαήλ, της Λαμπέτη και άλλων θρυλικών προσωπικοτήτων της τέχνης, κατέβασε ρολά για πάντα. Σε ηλικία 96 ετών, ο μεγάλος 'Ελληνας Φωτογράφος των σταρ «έφυγε» για πάντα.


Ο Τάσος Κουτσούκος γεννήθηκε το 1915 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο μικρότερος από τα πέντε αδέλφια του. Η μοίρα τού έστειλε σημάδι πως θα διαγράψει φωτεινή τροχιά στον χώρο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας όταν ήταν οκτώ χρονών. Τότε τον πήγε ο μεγάλος του αδελφός να δουλέψει για ένα καλοκαίρι σε ένα από τα γνωστότερα στούντιο της Πόλης, των Σεμπάχ και Ζοαγιέ στην πλατεία Ταξίμ. Παρ' όλα αυτά, το παιδικό όνειρο του Τάσου ήταν να γίνει πιανίστας.








Στην Πόλη φοίτησε σε γαλλικό σχολείο, από το οποίο τον σταμάτησαν οι δικοί του όταν ο Γάλλος Διευθυντής του, που κατάλαβε το ταλέντο του, τους πρότεινε να τον στείλει για σπουδές στο Παρίσι με δικά του έξοδα, υπό την προϋπόθεση να προσχωρήσει στον καθολικισμό. Το 1930 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα και ο Τάσος έπιασε δουλειά στο στούντιο του Ιωάννη Ξανθάκη, από τον οποίο έμαθε την τέχνη του καλού φωτογράφου πορτρετίστα αλλά και τις τεχνικές, τις οποίες διατήρησε και εμπλούτισε κατά τη διάρκεια της δικής του επαγγελματικής πορείας.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο υπηρέτησε στο μέτωπο ως έφιππος ταχυδρόμος και την περίοδο της Κατοχής εργάστηκε ως βοηθός υδραυλικού για να καταφέρει να επιβιώσει. Μετά το τέλος του πολέμου, ανέλαβε το στούντιο του δασκάλου του Ι. Ξανθάκη, καθώς εκείνος είχε πλέον πεθάνει. Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε τη γυναίκα του Ειρήνη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Το χρυσό κεφάλαιο, πάντως, στην καριέρα του ξεκίνησε το 1949, όταν νοίκιασε τον χώρο στην Κυψέλη, ο οποίος είχε κατασκευαστεί ως είσοδος θερινού κινηματογράφου, που όμως δεν λειτούργησε ποτέ. Αυτό το μικρό στούντιο έγινε το μαγικό εργαστήρι του. Εχοντας ως πελάτες τα περισσότερα θέατρα πρόζας της εποχής και παίρνοντας την αποκλειστικότητα των φωτογραφίσεων του Εθνικού και του Θεάτρου Τέχνης, κατάφερε με το πέρασμα των χρόνων να γίνει από τους πιο ονομαστούς και περιζήτητους του είδους του. Ως επαγγελματία τον χαρακτήριζαν η γρήγορη ματιά του και η αισθαντικότητα που έδειχνε στους ανθρώπους που φωτογράφιζε. Με πολλούς διατηρούσε φιλική σχέση και εκτός δουλειάς, ο ίδιος ήταν πάντα χαμηλών τόνων και απείχε γενικότερα από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα προτιμώντας να περνάει τις ώρες του στον σκοτεινό θάλαμο του φωτογραφείου του κάνοντας θαύματα με τις τεχνικές που εφάρμοζε, τυπώνοντας ασπρόμαυρες και αργότερα έγχρωμες φωτογραφίες.


 
κείμενο – Ηλίας Μαραβέγιας, (αναδημοσίευση)
φωτογραφίες – Τ. Κουτσούκος, Β.Βασιλειάδης









studio "Elite"












Συνέντευξη του Τάσου Κουτσούκου στη "Lifo" το 2006  
(απόσπασμα - αναδημοσίευση) 




 — Το πραγματικό σας όνομα ξέρω πως είναι Τάσος Κουτσούκος. Το Ελίτ πως προέκυψε;

Αυτό είναι το όνομα του μαγαζιού μου. Οι φίλοι μου, το 1949, πρότειναν να βαφτίσουμε έτσι το φωτογραφείο τότε που ψάχναμε να του δώσουμε όνομα. Στη συνέχεια, όλοι οι ηθοποιοί που φωτογράφισα στη ζωή μου με φώναζαν και φωνάζουν Ελίτ.


— Θα ήθελα να μας δώσετε λίγα βιογραφικά στοιχεία σας.

Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη, το 1915. Στην Αθήνα ήρθα όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, δηλαδή το '30. Όμως, στο χώρο της φωτογραφίας είχα μπει πριν έρθω εδώ. Όταν ήμουν οκτώ χρονών, για να μην κάθομαι και παίζω, με πήγαν οι δικοί μου σ' ένα φωτογραφείο. Εκεί σκούπιζα το μαγαζί και βοηθούσα σε διάφορες δουλειές. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, πήγα και εργάστηκα στο γνωστό για την εποχή του φωτογραφείο του Ξανθάκη, στην οδό Σταδίου. Το 1936 πήγα στο στρατό, ενώ στον πόλεμο του '40 πολέμησα στο μέτωπο της Αλβανίας. Στα χρόνια της Κατοχής εργαζόμουν στον Ξανθάκη. Όταν όμως πέθανε, ανέλαβα εγώ το μαγαζί του για ένα χρόνο. Την ίδια χρονιά δημιούργησα και τη δική μου οικογένεια. Στη συνέχεια, όπως σας είπα, το 1949, άνοιξα τούτο εδώ το μαγαζί.


— Είχατε γνωρίσει τη Νέλλη;

Τη γνώριζα ως όνομα. Ήξερα που ήταν το φωτογραφικό ατελιέ της στην οδό Ερμού, αλλά δεν έτυχε να συνεργαστώ μαζί της. Ύστερα έφυγε για την Αμερική. Και έμεινε εκεί τριάντα χρόνια.


— Αισθανόσαστε τη διαφορά που φέρνει η μία δεκαετία από την άλλη;

Βεβαίως. Το βλέπω και από τους ανθρώπους που φωτογράφισα. Ο Μίμης Πλέσσας, νέος, πολύ νέος, πέρασε από εδώ. Τον Μπιθικώτση τον είχα φωτογραφίσει προτού γίνει διάσημος. Τώρα είναι όλοι διάσημοι και δεν μπορείς να τους πλησιάσεις πια.


— Πενήντα έξι χρόνια στον ίδιο χώρο; Στο ίδιο μαγαζί; Σαν όνειρο μοιάζει.

Βλέπετε αυτές τις εσοχές στους τοίχους του μαγαζιού; (Μου δείχνει τις εσοχές κατά μήκος των τοίχων, που μοιάζουν με μακρόστενα παράθυρα). Στο πίσω μέρος του μαγαζιού –πίσω από τη Θήρας, επί της Επτανήσου-υπήρχε ένα οικόπεδο του ίδιου ιδιοκτήτη που είχε και το μαγαζί μου. Το οικόπεδο το προόριζε για θερινό θέατρο και το μαγαζί μου για φουαγιέ του θεάτρου. Αυτά το κοψίματα στους τοίχους υπάρχουν από τότε.


— Η Αθήνα του '49, μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τα Δεκεμβριανά, βγαίνει έξω και διασκεδάζει; Πάει θέατρο;

Ναι, έτσι ήταν. Εγώ δεν διασκέδαζα. Χαιρόμουν όμως με τη δουλειά μου. Αυτή ήταν η διασκέδαση μου. Τα θέατρα πήγαιναν καλά, ήταν όλα δικά μου, αλλά ήταν μόνο δέκα.


— Τι εννοείται ήταν όλα δικά σας;

Ότι σε όλα φωτογράφιζα τις πρόβες και τις παραστάσεις τους. Σήμερα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα τον αριθμό, δεν έχω κανένα.


— Θυμάστε τότε αν οι μεγαλύτεροι σας σε ηλικία θέλανε μια άλλη αισθητική στις φωτογραφίες τους από αυτή που άρεσε σε σας;

Ναι, επέμεναν στο παλιό στιλ. Κάθονταν οι άνδρες στην καρέκλα και έφερναν το χέρι τους εμπρός, στη ράχη της καρέκλας, έτσι ώστε να φαίνεται καθαρά στη φωτογραφία το δαχτυλίδι που φορούσαν. Η κυρία, η γυναίκα στεκόταν όρθια. Αφέντης ήταν ο κύριος εκείνη την εποχή.


— Είμαι θυμωμένη, ξέρετε, γιατί έχουν χαθεί του κόσμου τα αρχεία.

Α, καλά. Που είναι η κληρονομιά μας; Αυτό περιμένει και το Θεατρικό Μουσείο, να του χαρίσω το αρχείο μου. Η Μελίνα ήθελε να μου δώσει χρήματα. Και της είχα πει όχι. Το Ζάππειο μου το δίνετε για να κάνω έκθεση;


— Τα χρόνια της δικτατορίας πως ήταν στην Αθήνα;

Τη βραδιά του Πραξικοπήματος, το '67, ήρθαν και μου είπαν «Τι κάνετε εδώ;» Τους λέω «Τι θέλετε να κάνω;» -«Κλείστε» μου λένε. «Μα, κλειστά έχω». –Όχι. Κατεβάστε τα ρολά».-«Μα, δεν έχω ρολά». –«Να φύγετε, να πάτε μέσα». Και πήγα μέσα στο ατελιέ. Οι αστυνομικοί ήταν όλη τη νύχτα εδώ απέξω. Όταν ήρθε η χούντα, πήγαν στο θέατρο Τέχνης και αφαίρεσαν όλες τις φωτογραφίες της Μελίνας, που τις είχα κάνει εγώ. Και απορούσαν όλοι γιατί δεν έρχονται και στο μαγαζί να πάρουν και από εδώ τις φωτογραφίες της. Και να φανταστείτε πως είχα στους τοίχους του μαγαζιού μου και το Βασιλιά και τη Μελίνα. Όμως εγώ ήμουν φωτογράφος, και δεν κινδύνευαν από εμένα. Ενώ τον Κάρολο Κουν τον κυνήγησαν.


— Πως επιλέξατε να γίνετε θεατρικός φωτογράφος;

Ίσως συνέβη από την αρχή. Το φωτογραφείο του Ξανθάκη είχε στενές σχέσεις με το ελληνικό σινεμά. Με το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκα χάρη στον Δημήτρη Χατζημάρκου, που ήταν μεγάλος πρωταγωνιστής του. Η πρώτη παράσταση που φωτογράφισα ήταν «Η Μικρή μας Πόλη», στο Θέατρο Τέχνης.


— Θέλω να σας πω ότι έχω δει κάποιες φωτογραφίες σας από τις παραστάσεις του Θεάτρου Κάρολου Κουν. Για παράδειγμα, αυτές του 1962, από τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, που ανέβηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Ακόμη, του 1964, από την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Και του 1969, από την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Μόραλη. Πως ήταν η σχέση σας με τον Κάρολο Κουν;

Ο Κουν με ρώτησε πως μου φαίνονταν οι παραστάσεις του. Ήμουν, βλέπετε, ο πρώτος του θεατής. Δούλεψα και κουράστηκα πολύ μαζί του. Ξέρετε τι είναι να με καλεί το Θέατρο Τέχνης, η ώρα οκτώ το βράδυ, και να περιμένω στο φουαγιέ μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, με τρεις καφέδες και ένα πακέτο τσιγάρα; Κατά τις δώδεκα, έβγαινε ο Κουν. Άντε, να πιει έναν καφέ –μετά από ογδόντα φωτισμούς που έκανε μέσα. «Κύριε Ελίτ, αρχίζουμε». –«Δόξα τω Θεώ» έλεγα. «Όχι, όχι εσείς τώρα». Τελικά; Φωτογράφιζα στις επτά η ώρα το πρωί. Ούτε φυλακισμένος να ήμουν. Δεν μπορούσα ούτε καν να κινηθώ, για να μη διακόψω τις πρόβες. Στο σπίτι δε, να με περιμένει σύζυγος και δυο παιδιά. Και το μαγαζί. Όταν τελείωνα τη φωτογράφηση το πρωί, ερχόμουν στο μαγαζί για να εμφανίσω και να τυπώσω τις φωτογραφίες τους, γιατί το βράδυ είχαν επίσημη παράσταση. Πόσες φορές δεν έμενα για μερόνυχτα άυπνος, και στο τέλος δεν ήξερα να πάω σπίτι μου... Μια άλλη φορά, την ίδια μέρα που έκαναν επίσημη παράσταση, είχα πει στον Κουν ότι τα παιδιά θέλουν διάβασμα. Σας λέω, ήμουν αληθινός.



— Με το Εθνικό Θέατρο;

Η συνεργασία μας ξεκίνησε από μια φωτογράφιση της Μελίνας Μερκούρη. Την είχα φωτογραφίσει στις πρόβες που κάνανε για την παράσταση. «Η Ωραία Ελένη», που θα ανέβαινε στο Ρεξ. Τότε, διευθυντής του Εθνικού ήταν ο Χουρμούζιος. Κάποια στιγμή μου είπε ότι είδες τις φωτογραφίες της Μελίνας και του άρεσαν. Μου πρότεινε μάλιστα να τραβήξω τις πρόβες που έκαναν για την παράσταση «Η στρίγγκλα που έγινε αρνάκι» και να του δώσω δείγματα. Πήγα και φωτογράφισα. Πράγματι, αφού είδε τις φωτογραφίες, μου είπε χαρακτηριστικά: «Από σήμερα είσαι φωτογράφος του Εθνικού Θεάτρου». Έμεινα αρκετά χρόνια εκεί. Το Εθνικό ήταν καλός πελάτης, γιατί έκανε δύο τρία έργα της τη σεζόν και ανέβαζε παραστάσεις σε δύο σκηνές. Τους έχω κάνει ένα καταπληκτικό αρχείο. Ξέρετε πως διέκοψα τη συνεργασία μαζί τους;


— Πως;

Με έθιξε ο Αλέξης Μινωτής. Ήταν σκληρός μαζί μου. Μου ζήτησε κάποια στιγμή να βγάλω την υπογραφή μου από τις φωτογραφίες μου.


— Πόσα χρόνια συνολικά δουλέψατε για το θέατρο;

Τριάντα χρόνια. Πολλές οι δυσκολίες τότε. Να φανταστείτε –για παράδειγμα σας το λέω- ότ το 1965 ήθελα να χρησιμοποιήσω φίλτρα για να φωτογραφίσω την παράσταση «Ο Βασιλιάς πεθαίνει». Τα φίλτρα αυτά τα πουλούσαν μόνο στο Λονδίνο. Πως να πας τότε εκεί; Ε, αντί για φίλτρα, χρησιμοποίησα ζελατίνες ζαχαροπλαστικής.


— Το θέατρο, ως γνωστόν, είναι εφήμερη τέχνη. Τι μένει από μια παράσταση;

  Το  αρχείο
  
  
  — Γιατί δεν κάνετε εκθέσεις;

Οι εκθέσεις θέλουν λεφτά. Που να τα βρω;


— Ίσως ένας θεατρικός επιχειρηματίας να μπορούσε να γίνει χορηγός σε μια έκθεσή σας.

Κι εκείνος τι θα κέρδιζε;


— Κάνετε αυτοκριτική;

Στη δουλειά μου είμαι αληθινός και αυστηρός. Δεν είχα αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με όσες προσωπικότητες φωτογράφισα. Και, για να πω την αλήθεια, που είναι πικρή, έχασα πολλά θέατρα έτσι.


— Λεφτά βγάλατε από τη δουλειά σας;

Ποτέ. Εδώ περνούσαν φωτογραφίες στις εφημερίδες και τα περιοδικά –όχι μόνο εκείνης της εποχής, αλλά και της σημερινής-χωρίς καν να αναφέρουν το όνομά μου. Όχι μόνο το δικό μου, εν γένει το όνομα του φωτογράφου. Ξέρετε πόσες φωτογραφίες μου αναγνωρίζω, χωρίς να έχουν το όνομα μου; (Μου δείχνει το τεύχος ενός ένθετου περιοδικού σε μεγάλη εφημερίδα, που κάνει αφιέρωμα στη Μαρινέλλα, με αφορμή την παρουσία της στο Μέγαρο Μουσικής. Ούτε αυτή η φωτογραφία έχει το όνομα του. Είναι μια φωτογραφία της Μαρινέλλας του 1968, αμέσως μετά το χωρισμό της με τον Καζαντζίδη. Η ερμηνεύτρια, με κοντό μαλλί, πουλόβερ ζιβάγκο, και μαύρα γυαλιά με χοντρό σκελετό).






















Απόσπασμα απο το βιβλίο του Μίλτου Λιδωρίκη  "Elite" , εκδ. "Παρουσία", 2017
 athensvoice.gr


"Οι παραστάσεις του Κουν στο μικρό κυκλικό θέατρο στο υπόγειο του Αρσακείου ήταν ατμοσφαιρικές. Ο φωτισμός λιγοστός και υποβλητικός, τα σκηνικά αφαιρετικά, οι σκηνοθετικές υποδείξεις του ακούγονταν σαν να διάβαζε ο ιερέας το Ευαγγέλιο, σε απόλυτη σιγή, όλα μέσα εκεί έδειχναν ότι γινόταν μια ιεροτελεστία, περισσότερο βρισκόσουν σε εκκλησία παρά σε θέατρο! Και αυτό έπρεπε να βγει στη φωτογραφία. Έτσι, δεν μεταχειρίσθηκα ποτέ φλας ή πρόσθετο δικό μου φωτισμό με προβολέα, πολύ σπάνια τρίποντο. Φωτογράφιζα ανεβαίνοντας στη σκηνή ή από την πλατεία για τα μακρινά πλάνα με τον φωτισμό του θεάτρου ώστε να μην προδώσω την παράσταση, αλλά αντίθετα να δώσω όλη τη ζεστασιά της. Έτσι ξεκίνησα κι έτσι συνέχισα στο θέατρο...»

Ο Elite, γράφει ο Μίλτος Λιδωρίκης, παρακολουθούσε τις γενικές δοκιμές και ρουφούσε κυριολεκτικά το έργο και την ερμηνεία. Δεν του ξέφευγε τίποτε. Κάθε φράση, κάθε έκφραση και κίνηση των ηθοποιών, κάθε αλλαγή στους φωτισμούς, κάθε πτυχή του σκηνικού, κάθε αντικείμενο, του έδιναν την έμπνευση που χρειαζόταν για να φωτογραφίσει.

«Δεν ήμουν φωτογράφος μόνον, ήμουν συμμέτοχος σε όσα γίνονταν στη σκηνή, μόνον έτσι αποδίδεται η ατμόσφαιρα του έργου και της παράστασης» αναφέρει ο Elite.

Είναι διαφορετική η τέχνη και η τεχνική ανάμεσα στη φωτογραφία της παράστασης και στο πορτρέτο; ρωτά ο Λιδωρίκης.

«Εντελώς διαφορετική. Φωτογραφίζοντας την παράσταση εισπράττεις το έργο, τη σκηνοθεσία, τον ηθοποιό, το σκηνικό, τον φωτισμό. Όλα αυτά πρέπει να τα απεικονίσεις με τον φακό χωρίς να τα προδώσεις αλλά και χωρίς να επέμβεις. Στο πορτρέτο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο φωτογράφος έχει την ευθύνη να σκηνοθετήσει. Αυτός τοποθετεί, αυτός φωτίζει, αυτός πρέπει να έχει το ταλέντο να εκμαιεύσει το καλύτερο αποτέλεσμα. Και γι’ αυτό χρειάζεται επικοινωνία με τον άνθρωπο που κάθεται απέναντι από τον φακό».


«Θυμάμαι όταν η Ελένη Χατζηαργύρη ήλθε για να φωτογραφηθεί μου είπε: “Είμαι αμήχανη μπροστά στον φακό!”. “Καλά, εσείς, κυρία Χατζηαργύρη, που παίζετε μπροστά στο κοινό και το κατακτάτε κάθε μέρα;”

“Τότε παίζω!” μου είπε. “Ε, τότε, παίξτε και εδώ, τώρα!” Και έπαιξε και βγήκε ένα ωραίο πορτρέτο της.

Πολύ μεγάλο τρακ είχα όταν περίμενα τη Μελίνα για να τη φωτογραφίσω. Δεν ήταν πια στα πρώτα της νιάτα κι όμως έπρεπε να αποδώσω όλη την ομορφιά της, τις αέρινες κινήσεις των χεριών της, δεν έχω δει άλλη γυναίκα να κινεί τόσο εκφραστικά τα χέρια της. Μόλις φάνηκε στην πόρτα, μια θεά, μου είπε με τη σαγηνευτική φωνή της: “Να, είμαι όλη δική σας, κύριε Elite”. Δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Μπήκαμε στο ατελιέ και κάθε έκφρασή της, κάθε κίνησή της, ήταν μια πρόκληση για μένα!»

Τα πορτρέτα των ανθρώπων του θεάτρου γίνονταν στο ατελιέ. Σπάνια ο Elite πήγαινε στο σπίτι τους ή στους χώρους της εργασίας τους. Βλέπω μια πολύ ωραία φωτογραφία του Μάνου Χατζιδάκι να παίζει πιάνο και γυρίζω χρόνια πίσω, στην οδό Μαυρομματαίων, όταν τον πρωτογνώρισα, τις ατέλειωτες συζητήσεις μας για τον τόπο, τη μουσική, το εσώτατο ήθος που πρέπει να χαρακτηρίζει την τέχνη και τη ζωή.


«Θυμάμαι», λέει ο Elite, «όταν πήγα στο ατελιέ του Τσαρούχη για να τον φωτογραφίσω. Μπροστά στην πόρτα ένας σωρός εφημερίδες παλιές. “Κύριε Τσαρούχη”, φώναξα. “Εδώ είμαι”, μου απάντησε. “Πώς θα μπω;” “Καβάλησε τις εφημερίδες κι έλα!” Τον βρήκα γυμνό από τη μέση κι απάνω, να ζωγραφίζει. Πήρε ένα λερωμένο από χρώματα πουκάμισο και το φόρεσε. “Έλα, φωτογράφισέ με. Δεν έχω καιρό! Πρέπει να τελειώσω τούτο δω κι έχω να πάω και στο Θέατρο του Μουσούρη για να μιλήσω και δεν ξέρω ακόμα τι θα πω!” Όπως έμαθα μετά, ο Τσαρούχης μιλούσε για δύο ώρες και όπως πάντα ήταν απολαυστικός!»



-- Κύριε Elite, φωτογραφίσεις παραστάσεων, πορτρέτα, η καθημερινή δουλειά του φωτογραφείου, πώς τα καταφέρνατε όλα αυτά;

«Με σκληρή, αδιάκοπη δουλειά. Μια σεζόν, όταν συμπέσανε πολλές πρεμιέρες μαζί, πέρασα τρία μερόνυχτα συνεχώς στον σκοτεινό θάλαμο. Ξημέρωνε όταν άνοιξα την πόρτα και βγήκα στον δρόμο. Με θάμπωσε κι αυτό ακόμα το αχνό φως της αυγής. Έμεινα ακίνητος. Δεν ήξερα σε ποια κατεύθυνση ήταν το σπίτι μου.



-- Ήταν το φωτογραφείο χώρος ομηρίας, κύριε Elite;

«Και βέβαια όχι! Η ομηρία είναι καταναγκασμός και ο όμηρος είναι δεσμώτης! Εδώ μέσα δημιουργήθηκε ένας δεσμός ζωής, εδώ νιώθω ελεύθερος, εδώ είμαι ερωτευμένος με τη δουλειά μου». Μια στιγμή σιγής. Και ο Elite προσθέτει: «Ναι, ίσως αν ο έρωτας είναι ομηρία, τότε είμαι όμηρος κι εγώ! Ευτυχώς, ακόμα έως σήμερα!».










Φωκίωνος Νέγρη, 1970









O  γιος του, Στέλιος Κουτσούκος,  αφηγείται:



Μελίνα Μερκούρη: Το Γλυκό Πουλί της Νιότης, Θέατρο Κουν, 1965

«Ο πατέρας μου πάντα φωτογράφιζε χωρίς πρόσθετο φωτισμό από εκείνον του σκηνικού. Αυτή η φωτογραφία της Μελίνας έγινε μόνο με ένα χαμηλό μπλε φωτισμό του σκηνικού. Όταν είδε τον Elite ο Ντασέν, που καθόταν δίπλα στον Κουν, να φωτογραφίζει είχε πει: “Μα τι κάνει εκεί ο άνθρωπος; Είναι καλά; Αν βγουν φωτογραφίες με τέτοιο φωτισμό εγώ θα τις φάω.” Την άλλη μέρα, όταν τις είδε έμεινε με το στόμα ανοιχτό.»


Οι πρώτες έγχρωμες εκτυπώσεις και το «Όχι» στην Kodak

«Σε πολύ πρώιμο στάδιο o πατέρας μου και με αστεία μέσα (χρωματιστά σελοφάν περιτυλίγματος δώρων από το διπλανό Select αντί φίλτρων) επιχείρησε να εκτυπώσει έγχρωμες φωτογραφίες. Η επιτυχία ήταν τέτοια που γρήγορα έφτασε στ’ αυτιά του τότε Γερμανού γενικού διευθυντή της Kodak Hellas, ο οποίος θέλησε να γνωρίσει από κοντά αυτόν τον τολμηρό πρωτοπόρο τεχνίτη. Η πρώτη του ερώτηση βέβαια ήταν: “Ποιο έγχρωμο χαρτί χρησιμοποιείτε ώστε να έχετε τέτοια φυσική απόδοση των χρωμάτων;” για να πάρει την απάντηση του Elite: “Δείτε τη φίρμα από πίσω.” Και βέβαια έλεγε Kodak. Ο Γερμανός αμέσως, με μια χειρονομία αναγνώρισης της αξίας του καλλιτέχνη, ακούμπησε τα κλειδιά της εταιρείας Kodak Hellas πάνω στο γραφείο λέγοντας: “Αυτά ανήκουν σε εσάς. Από σήμερα αναλαμβάνετε την τεχνική διεύθυνση της εταιρείας, αρκεί να κλείσετε το Elite”. To “Όχι” του Elite ήταν σκληρότερο από εκείνο του Μεταξά.»


Πώς σταμάτησε να δουλεύει με το Εθνικό Θέατρο και τον Αλέξη Μινωτή

«Παρόμοια με την παραπάνω ιστορία είναι και εκείνη με το Εθνικό Θέατρο, όταν καλλιτεχνικός διευθυντής του ήταν τότε ο Αλέξης Μινωτής. Αναγνωρίζοντας την υπεραξία που προσέθετε το ταλέντο του Elite στις φωτογραφίες των παραστάσεων του Εθνικού και την αισθητική που είχε, του πρότεινε να συνεχιστεί η συνεργασία τους σε μόνιμη βάση με την προϋπόθεση όμως να βγάλει την υπογραφή “Elite” απ’ όλες τις φωτογραφίες. Αποτέλεσμα; Αναγκαστική διακοπή της συνεργασίας. Ο πατέρας μου δεν άφηνε ποτέ το μαγαζί του.»









'Ενα  σημείωμα του Τάσου Κουτσούκου για τη πορεία του ως φωτογράφου


«Το να γράψεις ένα ιστορικό πενήντα σχεδόν χρόνων και μάλιστα χωρίς να έχεις την ικανότητα και το ταλέντο του συγγραφέα, δεν είναι εύκολο. Θα προσπαθήσω, με λίγα λόγια και με αναφορά σε γεγονότα, να σας γνωρίσω την προσωπική μου πορεία στον χώρο της φωτογραφικής τέχνης, αλλά και την ιστορία του φωτογραφείου. Μέχρι και σήμερα διατηρώ το φωτογραφείο με τη φίρμα ΕLΙΤΕ στην ίδια διεύθυνση από το 1949, Θήρας 2 – Κυψέλη, παρόλο που θα έπρεπε να είμαι συνταξιούχος προ πολλού. Όμως, η αγάπη μου στην τέχνη και η σχέση μου με τους πελάτες δεν μου το επιτρέπουν. Αγάπησα τη φωτογραφία από πολύ μικρός και τη μουσική παράλληλα. 

Το όργανο που λάτρευα και λατρεύω είναι το πιάνο. Ακριβό όργανο όμως για μια οικογένεια της εποχής εκείνης, στην Κωνσταντινούπολη, με πέντε παιδιά και σημειώνω ότι ήμουν ο μικρότερος. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, πήγα σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη, βοηθός: Στον αξέχαστο Ιωάννη Ξανθάκη. Εκεί μεγάλωσα, “σπούδασα”, έμαθα την τέχνη και μυήθηκα στα μυστικά της φωτογραφίας. Μεγάλωνα, εν τω μεταξύ, πάντα με τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Πόλεμος – Κατοχή – Απελευθέρωση. Παρέμεινα στο ίδιο φωτογραφείο, το οποίο και διατήρησα, ακόμη και μετά τον θάνατο του αφεντικού μου, με τη φίρμα Ξανθάκη. 

Την ίδια εποχή παντρεύτηκα, με κουμπάρο τον εγγονό του Ξανθάκη, τον Φαίδωνα Σαλού, σήμερα μόνιμο κάτοικο του Παρισιού και μεγάλο φωτογράφο. Είχα την τύχη να πάρω την κοπέλα που αγάπησα, τη μητέρα των παιδιών μας.
Περάσαμε δύσκολες, αλλά ευχάριστες μέρες. Εξαίρετη οικονόμος, άριστη νοικοκυρά, λάτρευε το σπίτι, αλλά προπαντός ήταν μητέρα. Στην τέχνη μου δεν ανεμείχθη. Το καλοκαίρι του 1949, μαζί με τον συνάδελφο Τάκη Ζιβρέ, χρηματοδότης εκείνος, υπεύθυνος της τέχνης εγώ, ξεκινήσαμε το ΕLΙΤΕ. Μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος και για οικογενειακούς λόγους, ο Τάκης Ζιβρέ αποχώρησε, εγκαταστάθηκε στην Αμερική, αλλά ακόμη και μέχρι σήμερα διατηρούμε τη φιλία μας. Έκτοτε, μόνος, διατήρησα και διατηρώ, σε υψηλό επίπεδο, αυτό που σέβομαι και αγαπώ: τη φωτογραφική τέχνη.

Είχα την τύχη να υπάρχει θέατρο δίπλα στο φωτογραφείο μου, το θερινό ΝΤΟΡΕ (σήμερα πολυκατοικία). Μεγάλες φίρμες, όπως η Κυβέλη, ο Καρούσος, η Παπαθανασίου, η Βέμπο αλλά και το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, παρήλασαν από τη σκηνή του και έκτοτε μόνιμα και από το ατελιέ μου.

Η αγάπη μου για το θέατρο και η σχέση μου με τη φωτογραφία έμελλαν να σημαδέψουν, να χαρακτηρίσουν την καριέρα μου, για δεκαετίες μετά: Ο φωτογράφος του ελληνικού θεάτρου. Υπάρχει φωτογραφικό αρχείο, για να ψηφιοποιηθεί και να καταγραφεί ίσως σε βιβλίο, θεατρικών παραστάσεων μιας εικοσαετίας και πλέον από το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, τη Λυρική Σκηνή, το Θέατρο Μουσούρη, το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, από τις παραστάσεις των Έλλης Λαμπέτη – Δημήτρη Χορν, των Νίκου Χατζίσκου – Τιτίκας Νικηφοράκη, των Ξένιας Καλογεροπούλου – Γιάννη Φέρτη, της Τζένης Καρέζη, της Έλσας Βεργή, της Αλίκης Βουγιουκλάκη, των Δημήτρη Μυράτ – Βούλας Ζουμπουλάκη, της Μελίνας Μερκούρη κ.ά. Μεγάλοι συγγραφείς (Δ. Ψαθάς, Ι. Καμπανέλλης, Ασημακόπουλος), ακαδημαϊκοί (Κωνσταντίδης, Μαθιόπουλος), σκηνοθέτες (Δ. Ροντήρης, Τ. Μουζενίδης, Α. Βουτσινάς), σκηνογράφοι (Βακαλό, Φωτόπουλος, Γ. Ανεμογιάννης), συνθέτες (Μ. Χατζιδάκις), ζωγράφοι (Τσαρούχης, Βασιλειάδης), μουσικοί, τραγουδοποιοί (Μαρινέλλα, Καζαντζίδης, Μητσάκης, Νταλάρας, Δούκισσα) και όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου εμπιστεύτηκαν τα προσωπικά τους πορτρέτα στη δημιουργία της δικής μου φωτογραφικής τέχνης.

Στο Θεατρικό Μουσείο πολλές από τις σπάνιες φωτογραφίες που κοσμούν τα εκθέματα είναι από το δικό μου φωτογραφικό αρχείο και τη δουλειά τόσων χρόνων, ενώ όλες οι εκτιθέμενες φωτογραφίες στο Μουσείο Καζαντζάκη στην Κρήτη, δημιούργημα του Γιώργου Ανεμογιάννη, είναι δικές μου. 

Η δουλειά τόσων χρόνων δεν ήταν δυνατόν να μείνει μόνο στο δικό μου αρχείο.   Αυτά για την ιστορία του “Φώτο  ΕLITE”, αυτά για την ιστορία μου.»




επιμέλεια  αφιερώματος: J.Eco