Αλλοδαποί φωτογράφοι στην Ελλάδα του 'Οθωνα

28 Δεκ 2015



του Δημήτρη Τζίμα, Καθηγητή των ΤΕΙ Αθήνας
(απόσπασμα - αναδημοσίευση. Πρώτη δημοσίευση 1985, δεύτερη δημοσίευση "Επίλογος", 1993)



Η χρονική περίοδος της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862) παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί αφενός την πρώτη σοβαρή προσπάθεια αναστήλωσης του ελληνικού κράτους και αφετέρου -που μας ενδιαφέρει επί του προκειμένου-επειδή την περίοδο αυτή κάνει την εμφάνισή της μια νέα εφεύρεση: η φωτογραφία. Η νέα αυτή εφεύρεση θα ταξιδέψει, θα περιπλανηθεί, θα εγκατασταθεί, θα εξελιχθεί και στην Ελλάδα, εκείνα τα χρόνια.

Άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, μηχανικοί, αρχαιολόγοι και κάθε λογής ερευνητές εφοδιασμένοι με όλο τον απαραίτητο και βαρύ, τότε, φωτογραφικό εξοπλισμό αφήνουν το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Βιέννη, την Οδησσό και έρχονται στην Ελλάδα για να φωτογραφήσουν. Πολλοί απ' αυτούς συνεχίζουν το ταξίδι τους στη Μέση Ανατολή και ορισμένοι φθάνουν μέχρι τα βάθη της Ασίας. Τα ταξίδια, παρ' όλους τους κινδύνους που συνεπάγονται, θα γνωρίσουν ιδιαίτερη άνθηση χάριν της φωτογραφίας - αυτής της «κατεξοχήν τέχνης της πιστής αντιγραφής», σύμφωνα με έκφραση της εποχής.

Ο άγγλος λιθογράφος Francis Bedford, ο γάλλος αρχιτέκτονας Alfred Nicolas Normand, ο Joseph Philibert Girault de Prangey, ο διπλωμάτης Jean Babtiste Luis Gros ή βαρώνος Gros, ο Γερμανός F.A. Oppenheim, ο εξαίρετος αρχαιολόγος και φιλέλληνας Eugene Piot, οι James Robertson και Felice Α. Beato, ο ρωσικής καταγωγής Gabriel de Rymine, ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού Pierre de Sevastianoff, ο Auguste Salzmann, για να σταθούμε στους πιο γνωστούς, ήρθαν και φωτογράφησαν, την περίοδο αυτή, στην Ελλάδα.


Noel Marie Lerebourg


Ελλάδα και φιλέλληνες

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δημιούργησε φιλέλληνες στην Ευρώπη ήδη από την εποχή της Αναγέννησης. Η ανακάλυψη και η μελέτη των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων γέννησε ένα δυνατό ρεύμα φιλελληνισμού, το οποίο εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως. Στη συνέχεια ήρθε η επανάσταση του 1821, και οι φοβερές αιματοχυσίες που επακολούθησαν διόγκωσαν ακόμη περισσότερο αυτό το ρεύμα. Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 έπεσαν στα πεδία των μαχών εκατοντάδες ευρωπαίοι φιλέλληνες. Είναι, επίσης, γνωστό το παράδειγμα του Λόρδου Βύρωνα, είναι διάσημοι οι πίνακες του Delacroix με θέματα από την Ελληνική Επανάσταση, είναι ονομαστές οι αφηγήσεις του Chateaubriand και τα ποιήματα του Victor Hugo που ενέπνευσε ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας του 1821.


Δυστυχώς όμως, μέσα σ' αυτό το κλίμα ρομαντισμού του 19ου αιώνα, οι μελλοντικοί επισκέπτες αγνοούσαν παντελώς την κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας. Αγνοούσαν ότι οι αιώνες Βυζαντινής Χριστιανικής Αυστηρότητας, οι αιώνες της Τουρκοκρατίας και οι συνεχείς απελευθερωτικοί αγώνες είχαν μεταβάλει τον ελλαδικό χώρο σε τόπο ερειπίων και είχαν βυθίσει τους Έλληνες σε πλήρη αμάθεια. Αυτή την πραγματικότητα αντίκριζαν φθάνοντας στην Ελλάδα και οι αντιδράσεις τους ήταν ανάλογες και εμφανείς στις

φωτογραφίες τους. Δύο μήνες μετά την επικύρωση της συμφωνίας στο Λονδίνο, οι τρεις υπερδυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία εκλέγουν και ονομάζουν βασιλιά των Ελλήνων το δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, Όθωνα. Το 1833 ο Όθωνας έρχεται στην Ελλάδα, όπου θα βασιλέψει για είκοσι εννέα χρόνια, χωρίς διακοπή. Ένα πετυχημένο αντιβασιλικό κίνημα τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την Ελλάδα το 1862. Τον ακολουθούν η πλειοψηφία των διορισμένων κρατικών λειτουργών και πάρα πολλοί Βαυβαροί, εγκατεστημένοι από χρόνια στην Ελλάδα. Έχουμε το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και την αρχή μιας νέας. Η Αθήνα το 1834 αριθμούσε 10.000 κατοίκους και το 1862 περί τους 40.000




Φίλιππος Μαργαρίτης


Ταξίδια και φωτογραφία

Η εφεύρεση της φωτογραφίας θα τονώσει το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες και για τα ταξίδια. Θα οδηγήσει σε νέες διαστάσεις προκαλώντας, αρχίκά, την προσοχή του ευρύτερου κοινού με την πιστότητα της αντιγραφής που πρόσφερε. Μια πιστότητα που την εποχή εκείνη κανείς δεν έθετε υπό αμφισβήτηση. Το πάθος για τα ταξίδια και τις ανακαλύψεις, χαρακτηριστικό των κοινωνιών του 19ου αιώνα, και η ιδιαίτερη γοητεία που ασκούσε ο χώρος της Μεσογείου και η Ανατολή γενικότερα -λόγω του πλούσιου πολιτισμικού και πολιτιστικού παρελθόντος- σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αποτύπωσης και καταγραφής των ενθυμίων που παρείχε η φωτογραφία, δημιούργησαν μια νέα γενιά ταξιδιωτών - φωτογράφων. Στην πλειοψηφία τους ήταν άτομα που είχαν οικονομική άνεση: ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, διπλωμάτες, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, καθηγητές, ζωγράφοι, λογοτέχνες. Η πραγματοποίηση ενός μακρινού ταξιδιού στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν μια υπόθεση επικίνδυνη και πανάκριβη. Οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν αντίξοες, τα φωτογραφικά σύνεργα βαριά και δυσκίνητα. Πολλοί ήθελαν να ταξιδέψουν, λίγοι διέθεταν τα μέσα και ακόμη λιγότεροι τα κατάφερναν μέχρι το τέλος. Η επιθυμία που διακατείχε τους ανθρώπους, να

γνωρίσουν μακρινούς τόπους, συνδυάστηκε και ικανοποιήθηκε με τη δυνατότητα που παρείχε η φωτογραφία για νοητή περιπλάνηση από την άνετη πολυθρόνα του σαλονιού. Έτσι έχουμε την πρώτη επιτυχημένη προσπάθεια εμπορευματοποίησης της φωτογραφίας με την «ταξιδιωτική φωτογραφία».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι «Δαγγεροτυπικές περιηγήσεις», τα πρώτα φωτογραφικά άλμπουμ που εξέδωσε ο Noel Marie Lerebourg στο Παρίσι το 1841 και 1842. Μια άλλη μορφή εμπορευματοποίησης ήταν η στερεοσκοπική φωτογραφία που έδινε την ψευδαίσθηση του χώρου και που απέφερε τελικά τα περισσότερα κέρδη. Το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος των πρώτων ταξιδιωτικών - φωτογράφων βρισκόταν στα εναπομείναντα μνημεία αρχαίων πολιτισμών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Arago, παρουσιάζοντας τη νέα εφεύρεση, επικαλέσθηκε πρωτίστως τις τεράστιες υπηρεσίες που μπορούσε να προσφέρει η φωτογραφία στην αρχαιολογική επιστήμη. Ούτε, επίσης, είναι τυχαίο ότι το πρώτο φωτογραφικό περιοδικό με τίτλο «Το φως» (La lumiere) αφιέρωνε συχνότατα εκτενείς ανταποκρίσεις από ανασκαφές και διάφορες αρχαιολογικές έρευνες και ανακαλύψεις. Μια δεύτερη επιστήμη, η οποία προβλεπόταν να ωφεληθεί ιδιαίτερα από τη φωτογραφική εφεύρεση, ήταν η αρχιτεκτονική.



Φίλιππος Μαργαρίτης


Η δημιουργία, στο Λονδίνο το 1857, της Φωτογραφικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας και η τεράστια απήχηση που βρήκε, το αποδεικνύουν. Την ίδια εποχή το επίσημο γαλλικό κράτος ενθαρρύνει την ανάπτυξη της Αρχαιολογικής Αρχιτεκτονικής Φωτογραφίας. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η ανάθεση της φωτογράφησης των σπουδαιότερων μνημείων της Γαλλίας σε πέντε φωτογράφους (η αποστολή αυτή είναι γνωστή στην ιστορία της Φωτογραφίας ως mission heliographique) καθώς και μια ανάλογη επίσημη κρατική αποστολή στη Μέση Ανατολή των Maxime du Camp και Auguste Salzman. Όλοι οι λόγοι λοιπόν συνηγορούσαν και επέβαλλαν την επιλογή του ελλαδικού χώρου -αν όχι ως του μοναδικού- σίγουρα ως ενός από τους σημαντικότερους σταθμούς. Το μοναδικό και πιο ασφαλές μέσο μετακίνησης την εποχή εκείνη ήταν το καράβι. Το τρένο είχε ελάχιστα αναπτυχθεί και η προσπέλαση μέσω της ξηράς από έναν τόπο σε άλλον έκρυβε τέτοιους κινδύνους, που καθιστούσε ανέφικτη κάθε προσπάθεια. Είναι πολύ σωστό αυτό που ειπώθηκε: ότι η Φωτογραφία, μπαρκάροντας στη Μασσαλία την εποχή αυτή, έκανε το γύρο του κόσμου. Το ταξίδι στη Μεσόγειο ακολουθούσε την εξής διαδρομή: Μασσαλία, Νότια Ιταλία, Σικελία, Ιόνια Νησιά, Πειραιάς, Αθήνα, Κυκλάδες, Κωνσταντινούπολη ή Αίγυπτος και αντίστροφα.

Προσεγγίζοντας τώρα τις τεχνικές της φωτογράφησης
που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο αυτή, συναντούμε Βασικά δύο μεθόδους: α) τη Δαγγεροτυπία και 6) την Καλοτυπία. Η φωτογραφία παρουσιάστηκε στην ουσία ως δαγγεροτυπία. Κυριότερο μειονέκτημα της μεθόδου ήταν το ένα και μοναδικό αντίτυπο. Επρόκειτο για επαργυρωμένη πλάκα χαλκού που ευαισθητοποιούνταν στο φως με ατμούς ιωδίου ή και βρωμίου.

Η καλοτυπία ήταν η αρχή της εφαρμογής της μεθόδου αρνητικό - θετικό. Για την αποτύπωση του αρνητικού χρησιμοποιούνταν χαρτί ή συνήθως μια πλάκα γυαλί, η ευαισθητοποίηση των οποίων γινόταν με τη βοήθεια υγρού κολλοδίου σαν συνδετικού κρίκου εμουλσιόν και φορέα. Στη συνέχεια, για το θετικό χρησιμοποιούνταν αλμπουμίνα, ουσία της οποίας ένα από τα συστατικά ήταν το ασπράδι αυγού. Εκτός της αλμπουμίνας, χρησιμοποιούσαν και επίστρωση χλωριούχου νατρίου που έδινε όμως σαφώς κατώτερα αποτελέσματα. Η φωτογράφηση την περίοδο αυτή απαιτούσε δεξιοτεχνία, πολλές γνώσεις, βαρύ εξοπλισμό και μακροχρόνια προετοιμασία, γι' αυτό και ήταν έργο λίγων ανθρώπων, οι οποίοι ανταποκρίνονταν με επιτυχία σ' αυτές τις απαιτήσεις.




1865











Οι Φωτογράφοι


Noel Marie Lerebourg

Δεν ήρθε ποτέ ο ίδιος στην Ελλάδα ούτε υπάρχουν πληροφορίες που να τον φέρουν μακριά από το Παρίσι. Διέθετε κατάστημα οπτικών και φωτογραφικών στο No 13 της Place du Pont Neur. Η αναφορά στο πρόσωπο του επιβάλλεται, γιατί υπήρξε ο πρώτος που φαντάστηκε τα μεγάλα κέρδη τα οποία μπορούσε ν' αφήσει η ταξιδιωτική φωτογραφία και, το σπουδαιότερο, ήταν ο «ηθικός αυτουργός» -αν αυτό μπορεί να ειπωθεί- της πρώτης φωτογραφικής αποστολής που επισκέφθηκε την Ελλάδα. Εφοδίαζε με τον απαραίτητο φωτογραφικό εξοπλισμό πολλά άτομα, τα εκπαίδευε κατάλληλα κι εκείνα είχαν την υποχρέωση, επιστρέφοντας από το ταξίδι τους, να του παραδώσουν τις δαγγεροτυπίες. Έτσι, μέσα σε λίγο χρόνο, συγκέντρωσε μια τεράστια για την εποχή συλλογή Δαγγεροτυπιών απ' όλο τον κόσμο. Περιλάμβανε περί τα 1.200 κλισέ από τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Αμερική και φυσικά την Ελλάδα. Απ' αυτές διάλεξε 114 για να τις δημοσιεύσει. Η δημοσίευση φωτογραφιών όμως το 1840 ήταν τεχνικά ανέφικτη. (Η πρώτη φωτογραφία δημοσιεύθηκε στις 4 Μαρτίου του 1880 από την εφημερίδα New York Daily Graphic). To πρόβλημα το έλυσε απευθυνόμενος στους καλύτερους χαράκτες, λιθογράφους και ζωγράφους, οι οποίοι αντέγραψαν τις δαγγεροτυπίες με τη μέθοδο της ακουατίντ: κάτι ανάλογο με τη χαλκογραφία, μόνο που γινόταν με σινική μελάνη. Έτσι, όπου θεωρούνταν σκόπιμο, πρόσθεταν στην γκραβούρα και πρόσωπα, γιατί η αποτύπωσή τους στη φωτογραφική πλάκα ήταν αδύνατη λόγω του μεγάλου χρόνου έκθεσης.

Το 1841 και το 1842 κυκλοφόρησαν οι «Δαγγεροτυπικές περιηγήσεις» σε δύο τόμους και άγνωστο σε πόσα αντίτυπα. Σ' αυτή τη συλλογή περιλαμβάνονται και οι τρεις -οι πρώτες φωτογραφίες, ή μάλλον γκραβούρες από φωτογραφίες- που τραβήχτηκαν στην Ελλάδα. Οι δύο απ' αυτές φέρουν την υπογραφή του Pierre Gustave Joly de Lotbiniere, ο οποίος ταξιδεύοντας για την Αίγυπτο, το φθινόπωρο του 1839, σταμάτησε και φωτογράφησε μνημεία στην Αθήνα. Στη μία απ' αυτές αναγράφεται το όνομα ή μάλλον ή φίρμα κάποιου Dusacq. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το συνοδευτικό κείμενο της φωτογραφίας δεν είναι υπογεγραμμένο από τον De Lotbiniere, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα την ίδια εποχή με τον Lotbiniere φωτογράφιζε και άλλος στην Ελλάδα, για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες. Οι φωτογραφίες συνοδεύονταν από κείμενο - ιστορική αναφορά στην πόλη των Αθηνών, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Όθωνα.

Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα μικρό μέρος: «...η οικοδομική αναρχία οφείλεται αναμφίβολα τόσο στον ευμετάβλητο χαρακτήρα του νεοελληνικού κράτους όσο και στα όχι λιγότερο ευμετάβλητα σχέδια των παρά πολλών αλλοδαπών, οι οποίοι ερχόμενοι να σχεδιάσουν και να κτίσουν, με απώτερο σκοπό το κέρδος, δεν πολυενδιαφέρονται να οικοδομήσουν σωστά σε μια γη την οποία οφείλουν να εγκαταλείψουν, αφού προηγουμένως την τρυγήσουν κατάλληλα...».

Αυτά το 1840, όταν η Αθήνα αριθμούσε περί τους 15.000 κατοίκους.


Perraud

Η έρευνα σε βιβλιοθήκες, φωτογραφικά αρχεία και σε διάφορες συλλογές συχνά επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Μια τέτοια έκπληξη ήταν η τυχαία ανακάλυψη στην Biblioteque Nationale του Παρισιού ενός πλήρους βιογραφικού σημειώματος που αφορά κάποιον σπουδαίο γάλλο δαγγεροτυπίστα της δεκαετίας του 1840. Πρόκειται για τον Perraud. Σύμφωνα μ' αυτό το βιογραφικό -που η αξιοπιστία του δεν αμφισβητείται- γεννήθηκε το 1815 στην πόλη Macon της Γαλλίας. Ήταν γιος μάγειρα και ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του μέχρι το 1839, όταν έμαθε για τη φωτογραφική εφεύρεση. Έχοντας κάποια κλίση στις καλές τέχνες, αντιλήφθηκε αμέσως ότι η Φωτογραφία του ταίριαζε απόλυτα. Ύστερα από επιτυχημένες και μακροχρόνιες δοκιμές, αποφασίζει να πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στις χώρες της Μεσογείου, αφού εξασφάλισε εκ των προτέρων πληθώρα παραγγελιών. Μετά το Μιλάνο, το Τορίνο, τη Ρώμη -όπου έκανε δαγγεροτυπικό πορτραίτο του Πάπα- και τη Νάπολη, κατευθύνεται στα νησιά του Ιονίου. Στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα παραμένει περίπου τέσσερις μήνες. Μετά την Κέρκυρα πηγαίνει στην Αθήνα όπου τράβηξε σειρά δαγγεροτυπιών για λογαριασμό του γάλλου ναυάρχου Turpiη.



Perraud - Η Βασίλισσα Αμαλία και η αυλή της


Εγκαταλείποντας την Αθήνα, με ενδιάμεσο σταθμό την Ερμούπολη της Σύρου, πηγαίνει στα Χανιά της Κρήτης όπου συνεχίζει τις δαγγεροτυπίες του. Ακολούθως κατευθύνεται στη Σμύρνη, όπου παραμένει 4 μήνες, και στην Κωνσταντινούπολη απ' όπου παίρνει το καράβι της επιστροφής για τη Γαλλία. Ύστερα από σύντομη παραμονή στη Macon, πηγαίνει στο Παρίσι όπου ανοίγει τον οίκο Meyer με ειδικότητα αποκλειστικά στις δαγγεροτυπίες. Η εμφάνιση της καλοτυπικής μεθόδου και η κρίση που προκαλεί στην αγορά, τον αναγκάζει να πάει στη Lyon όπου θα πειραματιστεί για πολλά χρόνια με τον ηλεκτρισμό. Το ταξίδι του στην Ελλάδα τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του 1840. Σύμφωνα με ανεξακρίβωτες πληροφορίες, δαγγεροτυπίες του Perraud βρίσκονται στη συλλογή του Theraud Roger, εκδότη του περιοδικού Paris - Match στο Παρίσι.


Pierre de Sevastianoff

Μία άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του Ρώσου Pierre de Sevastianoff. Λίγα χρόνια μετά την εφεύρεση της Φωτογραφίας, συλλαμβάνει την ιδέα να επισκεφθεί το Άγιο Όρος. Εκεί θέλει να μελετήσει και να εξετάσει με προσοχή τον τεράστιο πλούτο αρχαίων και σπάνιων χειρογράφων και βιβλίων, που φυλάσσονταν στα μοναστήρια, και στη συνέχεια, με τη μέθοδο της φωτογράφησης, να τα αντιγράψει και να τα εκδώσει επιστρέφοντας στη Ρωσία. Πραγματοποιεί το πρώτο ταξίδι του το 1848. Μετά τη δαγγεροτυπική μέθοδο αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα. Εγκαταλείπει το εγχείρημά του για να επιστρέψει λίγα χρόνια αργότερα, όταν η μέθοδος του υγρού κολλοδίου δεν του θέτει εμπόδια. Αυτή τη φορά είναι επικεφαλής πολυμελούς ομάδας τεχνικών και θα παραμείνει στο Άγιο Όρος για τρία συνεχή χρόνια. Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά στο περιοδικό La Lumiere του 1860 και με το Δελτίο της Γαλλικής Φωτογραφικής Εταιρείας του 1859, αντέγραψε κάπου 4.500 χειρόγραφα, χρησιμοποιώντας για τις αντιγραφές γυάλινη πλάκα με επίστρωση υγρού κολλοδίου. Για να αποφύγει τυχόν φθορά κατά τη μεταφορά, μετά το τέλος της αποστολής του, τύπωσε σε χαρτί τις 4.000 από τα 4.500 κλισέ που είχε.

Εκτός από τις παραπάνω αντιγραφές, φωτογράφησε και μοναστήρια σε μια προσπάθεια να αποδώσει την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική τους. Όμως ο Sevastianoff δεν περιοριζόταν μόνο στην αντιγραφή παλαιών ντοκουμέντων, αλλά επιπλέον ζωγράφιζε, ή μάλλον ρετουσάριζε, τις αντιγραφές που έκανε, δίνοντάς τους μια πιστότητα που πλησίαζε πολύ το πρότυπο. Η έγχρωμη φωτογραφία δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη... Η δουλειά του διευκολύνθηκε παρά πολύ, γιατί κατείχε υψηλό αξίωμα. Ήταν ένας από τους έμπιστους συμβούλους του τσάρου της Ρωσίας. Εδωσε μεγάλη δημοσιότητα στο επίτευγμά του, μια και στη διάρκεια των μετακινήσεών του σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν παρέλειπε να το επιδικνύει. Έτσι, στο Παρίσι εκθέτει τη δουλειά του στην Ακαδημία Επιστημών στη Γαλλική Φωτογραφική Εταιρεία, το 1857 και 1859. Παράλληλα συναντάμε πληθώρα άρθρων και αναφορών στο έργο του, σε έντυπα της εποχής αυτής.

 Εγώ ο ίδιος τέτοια κείμενα συνάντησα στα έντυπα: «La Lumiere», «La verue photographique», «Science pour tous», «Journal de Constantinople» και σε δελτία της Γαλλικής Φωτογραφικής Εταιρείας. Η δουλειά του Pierre de Sevastianoff έχει χαρακτηρισθεί ως η πρώτη μαζική αντιγραφή βιβλίων και χειρογράφων στην ιστορία της φωτογραφίας. Το παράδειγμά του το ακολούθησαν και άλλοι φωτογράφοι. Ένας απ' αυτούς ήταν ο De Caranza, όπως φαίνεται σε σχετικό χρονικό του De la Garinie στο περιοδικό La Lumiere της 17ης Απριλίου του 1858.



Gabriel de Rumine

Ένας άλλος ρώσος ευγενής, ερασιτέχνης φωτογράφος και μέλος της Γαλλικής Φωτογραφικής Εταιρείας ήρθε το 1859 στην Ελλάδα. Είναι ο Gabriel de Rumine. Ήταν συνοδός του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου, γιού του Νικολάου του Α' της Ρωσίας, στο ταξίδι του στη Μεσόγειο.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού φωτογράφησε αρχαιότητες σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και στην Αθήνα. Εκτός από τα μνημεία στην Αθήνα, έκανε και μερικές γενικές λήψεις της πόλης. Τα κλισέ του διατηρούνται αναλλοίωτα. Οι απεικονίσεις του χαρακτηρίζονται από τεχνική τελειότητα και η σύνθεση του κάδρου του διαθέτει μια κλασική ομορφιά. Χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αλμπουμίνας.



Gabriel De Rumine




Alfred Nicolas Normand

Μία άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του γάλλου αρχιτέκτονα Alfred Nicolas Normand. Εκτός από την πρωτότυπη για την εποχή του φωτογραφική δουλειά, είναι περισσότερο γνωστός για το συγγραφικό και αρχιτεκτονικό του έργο. Στη φωτογραφία μυήθηκε από το δεξιοτέχνη της ταξιδιωτικής φωτογραφίας Maxime du Camp. Επιθυμώντας να μελετήσει την αρχιτεκτονική των αρχαίων μνημείων, έκανε το ταξίδι του στην Ιταλία και στην Ελλάδα το 1851. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της καλοτυπίας, πραγματοποιεί μια αξιόλογη σειρά φωτογραφιών στην Αθήνα. Στη συνέχεια πηγαίνει στις Κυκλάδες, επειδή ενδιαφέρεται για την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Φωτογραφίζει την Ερμούπολη της Σύρου, που ήταν το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της περιοχής. Μετά τις Κυκλάδες πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από κει επιστρέφει στη Γαλλία. Επισκέπτεται ξανά την Ελλάδα το 1887, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα νησιά του Ιονίου, με πρώτο την Κέρκυρα. Άφησε πληθώρα βιβλίων και μελετών για την αρχαία ελληνική και αραβική Aρχιτεκτονική.



Alfred Normand


Oppenheim

Ο Γερμανός Oppenheim έρχεται στην Ελλάδα με την εμφάνιση της καλοτυπίας, εκμεταλλευόμενος τα πλεονεκτήματα που αυτή πρόσφερε, σε σύγκριση με τη δαγγεροτυπία. Όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι φωτογράφοι, κι αυτός φωτογραφίζει αρχαία ελληνικά μνημεία. Εκθέτει για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του στο Παρίσι, το 1855, στην έκθεση που είχε διοργανώσει η Γαλλική Φωτογραφική Εταιρεία. Το 1856 εκθέτει στις Βρυξέλλες πάλι τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στην Ελλάδα, με την ευκαιρία μεγάλης διεθνούς έκθεσης φωτογραφίας.

Σε δελτίο τύπου της Γαλλικής Φωτογραφικής Εταιρείας του 1856 αναφέρεται, μαζί με άλλα, ότι δεν στερέωνε σωστά τις φωτογραφίες του -οι οποίες ήδη στην έκθεση που προαναφέραμε ήταν κατακίτρινες- και εκφράζονταν φόβοι ότι σύντομα θα καταστρέφονταν. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι σήμερα το φωτογραφικό του έργο είναι άγνωστο.




Felice Beato - Ιαπωνία



James Robertson και Felice Beato

Ο Άγγλος James Robertson και ο Ιταλός Felice Α. Beato υπήρξαν δύο φωτογράφοι γνωστοί για τις φωτογραφίες που τράβηξαν στη Μέση και στην Άπω Ανατολή. Ο Robertson διετέλεσε για ένα χρονικό διάστημα υπεύθυνος του τμήματος χαρακτικής του αυτοκρατορικού νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης. Ο Βενετός συνάντησε τον Robertson για πρώτη φορά στη Μάλτα το 1850. Πολιτογραφήθηκε Άγγλος και αργότερα παντρεύτηκε την αδελφή του Robertson. Μετά τη Μάλτα φωτογραφίζουν την Αίγυπτο και στη συνέχεια έρχονται στην Ελλάδα. Χρησιμοποιούν πότε τη μέθοδο του υγρού κολλοδίου και πότε την άλμπουμίνα. Ακολουθεί η φωτογράφηση των φρικαλεοτήτων του Κριμαϊκού Πολέμου. Το 1857 ονομάζονται φωτογράφοι του αγγλικού στρατού και ξεκινούν ένα μακρινό ταξίδι, φθάνοντας μέχρι τις Ινδίες. Ο Robertson παραμένει εκεί, ενώ ο Beato συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι την Κίνα. Από εκεί πηγαίνει στην Ιαπωνία -που μόλις είχε ανοίξει τα σύνορα και δεχόταν Ευρωπαίους- όπου και εγκαθίσταται. Το 1871 εκδίδει το άλμπουμ «Φωτογραφικές όψεις και κοστούμια της Ιαπωνίας». Δύο χρόνια αργότερα ξαναφωτογραφίζει στην Κίνα. Το 1884 Βρίσκεται στο Σουδάν για να καλύψει την επιδρομή του Βρετανικού στρατού στο Χαρτούμ. Ο Beato ανήκε στη γενιά των ριψοκίνδυνων φωτογράφων που θα δουλέψουν, δεκαετίες αργότερα, για τα γνωστά εικονογραφημένα περιοδικά. Παρών πάντοτε σε πεδία μαχών και σε τόπους καταστροφών, έτοιμος να καταγράψει τα γεγονότα.



James Robertson - Κριμαϊκός πόλεμος



Κάρολος Σχήφερ

Ο μοναδικός -απ' όσα μας είναι γνωστά- αλλοδαπός φωτογράφος, Βαυαρός στην καταγωγή, που ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα την εποχή του Όθωνα ήταν ο Κάρολος Σχήφερ. Έφτασε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1850 φέρνοντας μαζί του αρκετά φωτογραφικά εργαλεία και ήταν από τους πρώτους που τράβηξε στερεοσκοπικές φωτογραφίες. Τις φωτογραφικές μεθόδους του και τις τεχνικές αντέγραψαν και μιμήθηκαν πολλοί Έλληνες.

Την ίδια περίοδο ήρθαν και φωτογράφησαν στην Ελλάδα επίσης:

Ο πλούσιος Γάλλος Joseph Philbert Girault de Prangey, ο γάλλος διπλωμάτης Βαρώνος Gros, ο άγγλος ιερωμένος George Bridges, ο Ιρλανδός John Shaw Smith, ο Ελβετός Jean Walther, ο Γάλλος Eugene Piot, ο Άγγλος Wheelhouse, πιθανώς ο Maxime du Camp, ο βρετανός διπλωμάτης Colnagh, ο Άγγλος Stillman, ο επίσης Άγγλος Francis Frith, ο λιθογράφος, Άγγλος στην καταγωγή, Francis Bedford, ο Γερμανός Jacob August Lerent και άλλοι.



Επίλογος

Ο κατάλογος παραμένει πάντοτε ανοιχτός. Νέα ονόματα έρχονται, τακτικά, να προστεθούν στα ήδη γνωστά και καινούριες ανακαλύψεις φωτίζουν και ερμηνεύουν φωτογραφικά γεγονότα της περιόδου, στην έρευνα που συντελείται σ' αυτό τον τομέα. Αν σκεφθεί κανείς την πληθώρα των αλλοδαπών που πηγαινοέρχονταν στην Ελλάδα στα χρόνια του Όθωνα, τις επίσημες και ανεπίσημες αρχαιολογικές αποστολές που χρησιμοποιούσαν τη Φωτογραφία στις έρευνές τους, τις αρχαιολογικές σχολές που ιδρύονται στην Ελλάδα -όπως, για παράδειγμα, τη γαλλική που ιδρύθηκε το 1848 στην Αθήνα και της οποίας τα μέλη ήταν γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών -αντιλαμβάνεται ότι η έρευνα δεν έχει ακόμη προχωρήσει αρκετά. Σίγουρα, όμως, η διάδοση και η ανάπτυξη της φωτογραφίας στην Ελλάδα τους οφείλει πολλά.

Η αξία της δουλειάς αυτών των αλλοδαπών φωτογράφων προσλαμβάνει το χαρακτήρα «ντοκουμέντου». Οι φωτογραφικές τους μαρτυρίες συμπίπτουν με τα πρώτα χρόνια της γέννησης του νεοελληνικού κράτους.

Φωτογραφικές απόψεις της πόλης των Αθηνών, η κατάσταση των μνημείων την εποχή αυτή και αργότερα πορτρέτα επώνυμων Ελλήνων ορίζουν ένα σπουδαίο έργο αυτών των περιηγητών φωτογράφων. Η προσφορά τους, βέβαια, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν ανάμεσα στα θέματά τους υπήρχαν και φωτογραφίες από σκηνές της νεοελληνικής ζωής στα μέσα του περασμένου αιώνα. Αν, εκτός από τα μνημεία της Ακρόπολης, υπήρχαν και τα φτωχόσπιτα ή μάλλον οι παράγκες όπου ζούσε η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων την εποχή αυτή. Όμως, όταν οι ρομαντικοί του περασμένου αιώνα, που έρχονταν για να θαυμάσουν τη χώρα του Περικλή και του Σωκράτη, αντίκριζαν τους απογόνους τους ντυμένους με κουρέλια και δέρματα ζώων, καθώς τους έπνιγε η σκόνη στο δρόμο και μπερδεύονταν στα πόδια τους κότες και γουρούνια, και για να βρουν στέγη ζητούσαν φιλοξενία σ' αυτά τα φτωχόσπιτα μια και ξενοδοχεία δεν υπήρχαν ή ήταν ελάχιστα, τότε αρνούνταν να αποτυπώσουν όλα αυτά φωτογραφικά και να τα επιδείξουν αργότερα στους φίλους τους, στα πλούσια σαλόνια του Παρισιού.

Στις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις, παρ' όλα αυτά, δεν φείδονταν κοσμητικών για να χαρακτηρίσουν την κωμικοτραγική κατάσταση που συναντούσαν. Δυστυχώς, δεν επέδειξαν την ανάλογη ευρύτητα πνεύματος που απαιτείτο, για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την ιδιάζουσα μορφή των πρώτων χρόνων λειτουργίας του νέου ελληνικού κράτους.

Η Ελλάδα ήταν γι' αυτούς ο πρώτος σταθμός στο ταξίδι τους για τη γνωριμία της Ανατολής...





1911