Ο Ζωγράφος του ταρσανά
«Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο λαογράφος Κίτσος Μακρής ανακάλυψε το έργο του Νίκου Χριστόπουλου. Μάλιστα, ήταν ο πρώτος που τον αποκάλεσε «ζωγράφο του ταρσανά» και τον έκανε ευρύτερα γνωστό, για να συμμετάσχει στη συνέχεια μέχρι και σε διεθνείς εκθέσεις, όπως στη Γενεύη το 1961. Από τότε μέχρι σήμερα, πλήθος επισκεπτών βρέθηκε μέσα στο μικρό του δωμάτιο στα Πευκάκια του Βόλου. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος ήρθε στον ταρσανά συνοδευόμενος από τον Μακρή. Η επίσκεψη του Σεφέρη καταγράφηκε στο αρχείο παλαιών εφημερίδων του Βόλου το 1964, μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Σεφέρης περιηγήθηκε στο Πηλίο μελετώντας τους πίνακες του Θεόφιλου, έτσι ήρθε κι εδώ», διηγείται ο Παντελής Καρταπάνης γαμπρός του Χριστόπουλου καραβομαραγκός και ο ίδιος.
Τελευταίος της σειράς των λαϊκών ζωγράφων της περιοχής του Βόλου είναι ο Νικόλαος Χριστόπουλος. Γεννήθηκε στα 1880 και πέθανε το Μάη τον 1967. Απόμαχος ναυπηγός, ζούσε αποτραβηγμένος στον πατρικό ταρσανά και χαίρονταν τα βαθειά γεράματά του ζωγραφίζοντας καράβια, γοργόνες, ταρσανάδες, λιμάνια και ψάρια. Τα έργα του είναι πάντοτε μικρά, ποτέ δεν ξεπέρασαν τις διαστάσεις 35X45 εκ.
Ακολουθεί τη λεπτόλογη τεχνική όλων των ομοτέχνων του. Επειδή έζησε το πλοίο σε όλη την τελετουργία της κατασκευής του, σανίδι με σανίδι, καρφί με καρφί, σκοινί με σκοινί, δίνει τις λεπτομέρειες με γνώση και αγάπη κι έτσι γίνονται ποιητικά στοιχεία και όχι ζωγραφική φλυαρία. Επάνω σε γαλάζιο, γκρίζο ή γκριζογάλαζο ουρανό, που μερικές φορές διακόπτεται από άσπρες φιγούρες γλάρων, διαγράφονται καμαρωτά τα καράβια του. Κάθε λογής σκαριά.
Ο Χριστόπουλος δεν ταξίδεψε ούτε σε ολόκληρο τον Παγασητικό. Ο αντίλαλος του ανοιχτού πελάγου φτάνει σ' αυτόν με τους ναυτικούς που επισκευάζουν τα πλοία τους, στον οικογενειακό ταρσανά. Όσο κρατάει η επισκευή του πλοίου, είναι για τους ναυτικούς μέρες αναγκαστικής αργίας, μέρες αναμνήσεων, ώρες διηγήσεων. Από το στόμα τους ο αταξίδευτος ναυπηγός άκουσε για τρικυμίες στ' ανοιχτά του Μισιριού, για κοντραμπάντα στον Τσεσμέ, για χλιαρές νύχτες στα αφρικανικά παράλια. Και για τη γοργόνα «όπως την εξιστορούσαν οι παλαιοί καπεταναίοι». Κι όλα αυτά στο αβρό κλίμα των νοσταλγικών αναμνήσεων, μακριά από την τραχύτητα των πραγματικών περιστατικών.
Οι τίτλοι του, με τις χαριτωμένες ανορθογραφίες και ασυνταξίες του, πλημμυρισμένες από τρυφερότητα και κρυφό καμάρι προσθέτουν κάτι στην ατμόσφαιρα ζεστής οικειότητας που δημιουργούν οι μικροί του πίνακες, "ο ταρσανάς τα παλιά ευτυχιζμένα χρόνια, λουλούδια της θάλασσας, από τα όμορφα συριανά καράβια". Που και που ρίχνει και μερικά άκακα πειράγματα: "Οι καημένες οι κοπέλλες του ομίλου αγωνίζονται..." Ο Χριστόπουλος δεν είναι, βέβαια, μεγάλος ζωγράφος. Ανήκει στη χορεία των ταπεινών εκείνων μαστόρων, που είπαν το λόγο τους, απλό, αληθινό, χαμηλότονο, όσο έφτανε η ανάσα τους....
κείμενο: Κίτσος Μακρής, απόσπασμα από τη "Λαϊκή τέχνη του Πηλίου"
Τα ταξίδια του αταξίδευτου
Ζωγράφο τού ταρσανά, χαρακτήριζε τόν Νικόλαο Χριστόπουλο τό άρθρο πού τόν πρωτοπαρουσίαζε στό ελληνικό κοινό. Του ταρσανά όχι τής θάλασσας, άν καί όλόκληρο τό έργο του είναι θαλασσογραφικό: καράβια άπο όλες τίς χώρες, θαλασσινοί θρύλοι, μεγάλες στιγµές τής ναυτικής ιστορίας και λιµάνια. Μέ τά ζωγραφιστά του καράβια ο Χριστόπουλος μας ταξιδεύει όχι µόνο μέσα στό χώρο, αλλά καί στόχρόνο, καί μας φέρνει ώς τά χρόνια τής αργοναυτικής εκστρατείας. Μέ βολιώτικες ανεµόστρατες, σπετσιώτικες τσαλούπες, μέ νάδες, τρεχαντήρια, περάµατα, σκαμπαβίες, γολέττες καί λογής σκαριά, ο γέρος ζωγράφος σκίζει τίς θάλασσες. Κι όμως παραμένει ο ζωγράφος τού ταρσανά. Ο ίδιος βρήκε ταιριαστό τόν τίτλο καί τόν γράφει κάτω από τ' όνομά του σέ πολλά µεταγενέστερα έργα του. 'Οχι γιατί είναι παλιός ναυπηγός, αλλά γιατί κύριο, μοναδικό θά έλεγα, θέμα του είναι τό καράβι.
'Οπως σημειώθηκε εξαρχής, «τό έργο του είναι ένα τραγούδι τής δουλειάς τού ταρσανά. Εδώ, κύριο θέµα του είναι τό πλοίο μέ τήν οµορφιά τής φόρμας του καί τήν ποίηση τής κατασκευήςτου». 'Ακόμα καί στό μοναδικό έργο του μέ διαφορετικό θέμα, στους νησιώτικους άνεμόµυλους, τήν αίσθηση του καραβιού δίνει μέ τα λευκά πανιά των φτερών τους πού διαγράφονται έντονα πάνω στό γαλάζιο του ουρανού. Ενα γραφτό μεταγενέστερο έρχεται νά έπιβεβαιώσει τόν αρχικό χαρακτηρισμό. Πρόκειται γιά μιά σύντομη χειρόγραφη αυτοβιογραφία τού Χριστόπουλου καμωµένη ύστερα από προτροπή τού γράφοντως. Μέ μικρές έπιγραμµατικές φράσεις µάς δίνει τά κύρια σηµεία τής ζωής του. «'Εργο ο Νικόλαος Χριστόπουλος έγενηθικα στό Βόλο. Το 1880».
Έτσι άρχίζει καί στό ίδιο ύφος συνεχίζει γιά τά γονικά του, τή μαθητεία του ως τήν τετάρτη δημοτικού (θυµάται άκόµα τό όνοµα τού δασκάλου του), τήν επίδοσή του στή ζωγραφική. Είναι σύντομος άπό πεποίθηση, όχι άπό έλλειψη μνήμης, «εαν γράφο όλον μου το βήο δέν τά γράφη ούτε η χαλιµά» είναι ή καταληκτική φράση τής αύτοβιογραφίας του. Σέ άλλο χειρόγραφο - εκτενέστερο - σημειώνει διάφορα έπεισόδια άπό τόν «πολιτάραχο» βίο του.
Τό δεύτερο αύτό χειρόγραφο, πού συνδέει τό στερνό μας λαϊκό ζωγράφο µέ τόν ίδρυτή τού πρώτου ελληνικού µουσείου λαϊκής τέχνης τόν Γεώργιο Δροσίνη, θά μάς απασχολήσει μιά άλλη φορά. Έδώ θά σταματήσουµε μόνο σ'ένα σημείο τής αύτοβιογραφίας. «Τα ταξειδια ειναι Απο ξιρας άπό τό παλιουρη Ανο βόλο Αγρια λεχωνια Μεχρη τον Αγιο λαυρεντιο όπουπιγεναμε μέ τα ποδια καί Στη θαλασα εντος του Παγασιτικου Κολπου». 'Ολα όλα τά ταξίδια του είναι μικροί περίπατοι στά κοντινά τού Βόλου κι εκδρομές µέσα στόν κόλπο. Μά ή γοργόνα ένα άπό τά πιό άγαπημένα του θέµατα, ποτές δέν πέρασε τά περιορισµένα νερά τού Παγασητικού. Οι ναυτικοί θρύλοι είναι δημιουργήµατα τής άνοιχτής θάλασσας.
Στόν ταρσανά τού Βόλου μαζί µέ τούς ναυτικούς πού θέλουν νά επισκευάσουν τά πλοία τους, φτάνει καί ο άντίλαλος τού πελάγου. Φύκια κι όστρακα είναι κολλημένα στά ύφαλά τους. Ξάρτια σπασμένα άπό κάποια φουρτούνα σέ πελάγη μακρινά. Ξύλα γυαλισµένα άπό τήν τριβή σχοινιών καί άλυσίδων. Πανιά καμένα άπό τόν ήλιο τού Μισιριού. Κάποιο εξάρτημα άγορασµένο στό λιμάνι τής Βενετίας. Ξενικές λέξεις πού ξεφεύγουν άπό τό στόμα τού ναύτη. Φτάσαµε στή μεγάλη πηγή τού πνευματικού κόσµου τού Χριστόπουλου, τό στόμα τού ναύτη. 'Οσο κρατάει η επισκευή τού πλοίου, είναι γιά τό ναύτη μέρες άργίας, μέρες άναμνήσεων, μέρες διηγήσεων.
Ο Χριστόπουλος ζεί τή ναυτική ζωή μέ τίς διηγήσεις γιά ναυάγια σέ άγριες θάλασσες, περιπέτειες σέ βρώμικα λιμάνια τής Ανατολής νοσταλγίες πάνω στό κατάστρωμα τίς χλιαρές μεσογειακές νύχτες, κοντράμπα στόν Τσεσµέ. Κι όλα αύτά στό κλίµα τή νοσταλγικής διήγησης µακριά άπό τήν τραχύτητα τών πραγµατικών περιστατικών.
'Οπως στίς άναπαραστάσεις τών μεγάλων πολιτειών στά παλιά αρχοντικά, έτσι κι εδώ η διήγηση καί ο θαυμασµός δημιουργούν τό ίδιαίτερο εκείνο κλίμα τού παραµυθιού στήν άπόδοση των προτύπων πού είναι χαλκογραφίες, είκονογραφήσεις βιβλίων ή παλιότερα έργα. Ομως άν ο γέρος ζωγράφος µάς παρασέρνει μέ τά ζωγραφικά του καράβια νά ταξιδεύουμε σέ γαλάζια πελάγη, ό ίδιος Θέλει τόν πλούσιο στόλο του γιά πάντα άραγμένο στό γαλήνιο λιµάνι τής μικρής του κάµαρας, ανάµεσα στίς ξύλινες γοργόνες, στά µικρά σκαριά των πλοίων καί στίς φωτογραφίες τής νιότης του. Έπάνω σέ ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα, µέ άσπρα γράμµατα έγραψε - ζωγράφισε μάλλον - έµμετρη τή συγκινημένη του διαθήκη. Πλημμυρισµένοι από αγάπη καί τρυφερότητα στίχοι, στό δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, γεμάτοι στοργικά ύποκοριστικά εκφράζουν τήν έγνοια του γιά τήν τύχη των έργων του.
Αύτά τά καραβάκια µου, πού είναι κρεμασμένα,
έγώ µέ τά χεράκια μου τα έχω καμωμένα
κι είναι ή µόνη μου εύχή καί όλη ή χαρά μου
νά μείνουν όπως βρίσκονται μέσα στήν κάμαρά μου.
Καράβια µου περήφανα, πού είστε κρεμασμένα
θά δείχνετε τή δόξα σας από τα περασμένα.
Καράβια μου περήφανα, χαρά στήν ομορφιά σας
χαρά στά όμορφα σκαριά καί στήν άρματωσιά σας.
Από τά χρόνια τα παλιά, τά τρισευτυχισμένα
είναι τά καραβάκια μου πού'χω ζωγραφισμένα.
Λάτε καλοί µου ναυπηγοί νά δείτε τά σκαριά σας
θά θυμηθείτε τά παλιά τα χρόνια τής δουλειάς σας,
όπως άναπολώ κι έγώ τά περασµένα χρόνια
κι άσπρίσαν τά μαλλάκια κι έγιναν σάν τά χιόνια.
Υπάρχει ακόμα ένα έμμετρο κείμενο του Χριστόπουλου, ζωγραφισμένο πάντα σέ γαλάζιο φόντο καί μέ λογής θαλασσινά πλουμίδια όπου αφού εκφράσει τήν ίκανοποίησή του γιατί «τό λέει» γνωστός λαογράφος πώς είναι ναυπηγός καλός καί λαϊκός ζωγράφος», παραθέτει ένα μακρύ κατάλογο από λαϊκές όνομασίες σκαριών.
Πρόκειται γιά ένα αξιόλογο λαογραφικό κείμενο πού βρίσκεται στή διάθεση όσων ασχολούνται μέ τή ναυτική λαογραφία. Χαρακτηριστικό είναι πώς τα ζωγραφικά ταξίδια του Χριστόπουλου άρχισαν όταν τό πέρασμα του χρόνου καθήλωσε τό γέρο ναυπηγό μέσα στήν κάµαρά του. έτσι πού καί οι μικροί ακόμα περίπατοι στόν Παγασητικό νά γίνουν νοσταλγιχή άνάμνηση.
Γνήσια βιώµατα, χρονική άπόσταση, περισυλλογή της «ασάλευτης ζωής», δίνουν στά έργα του Χριστόπουλου τό ιδιαίτερο εκείνο κλίµα που τόσο γοητεύει.
κείμενο: Κίτσος Μακρής
εφμ «Τό Βήμα», 11/12/1960
πηγές: Βιβλιοθήκη Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, εφμ «Τό Βήμα», taxydromos.gr, ert.gr, anolehonia.blogspot - (αναδημοσιεύσεις)
επιμέλεια: J.Eco
Κίτσος Μακρής και Νικόλαος Χριστόπουλος
Ναυπηγείο Χριστόπουλου, φωτό Δ.Λέτσιος
Ο Νικόλαος Χριστόπουλος στο καμαράκι του