Ilford variable contrast RC - FB paper

1 Ιουν 2023

 

Χαρτί μεταβλητού Κοντράστ, πλαστικής και ινώδους βάσης, RC και FB



Η ανακάλυψη ενός ασπρόμαυρου φωτογραφικού χαρτιού του οποίου η αντίθεση θα μπορούσε να μεταβάλλεται, ήταν ένα σημαντικό βήμα στη βελτίωση των υλικών του σκοτεινού θαλαμου. Σχεδόν όλα τ' αρνητικα, ακόμα και τα πιο προβληματικά, μπορούσαν να τυπωθούν ανεκτά. Ωστόσο η ανακαλυψη αυτή δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Την ιδέα την είχε και την κατοχύρωσε με πατέντα το 1912 ο Ρούντολφ Φϊσερ. αλλά έπρεπε να περάσουν άλλα 28 χρόνια πριν κατασκευαστούν τα πρώτα χαρτιά, που όφειλαν την ύπαρξή τους στην περιέργεια και ευφυία του 'Αγγλου Φρανκ Φόρστερ Ρένβικ (1877-1943), επιστημονικού διευθυντού της llford.

Το 1936 ο Ρένβικ επιδιώκοντας να παρατείνει την ευαισθησία του χαρτιού σ' όλα τα χρώματα του φωτός εκτός από το μπλε, δοκίμασε μια πειραματική επίστρωση. 'Ενα γαλάκτωμα που περιείχε κάποια ίχνη χρωμάτων. Καθώς ήταν προβληματισμένος με την ιδιάζουσα συμπεριφορά του γαλακτώματος, είδε ότι ένα μόνο μέρος της επίστρωσης είχε αναπτύξει κάποια ευαισθησία στο πράσινο φως το υπόλοιπο είχε μόνο τη φυσιολογική του ευαισθησία στο μπλε φως. Στη συνέχεια, μαζί με τους συνεργάτες του, ετοίμασε άλλα δύο διαφορετικά γαλακτώματα. 'Ενα με ευαισθητοποιημένα χρώματα το οποίο θα μπορούσε να εκτεθεί είτε στο μπλε είτε στο πράσινο φως, κι ένα άλλο χωρίς χρώματα, ευαίσθητο μόνο στο μπλε φως. Αφού ανέμιξε κι έστρωσε τα δύο γαλακτώματα πάνω στο χαρτί, τα εξέθεσε στο φως των συμπληρωματικών τους χρωμάτων, δηλαδή στο ματζέντα και στο κίτρινο. Με μεγάλη του έκπληξη διεπίστωσε ότι μπορούσε να εκθέσει κάθε γαλάκτωμα ξεχωριστά.




Την ανακάλυψη του αυτή (στην οποία έδωσε τ' όνομα llford, από την πόλη που είχε την έδρα της η εταιρεία που εργαζότανε) την παρουσίασε στη Βασιλική Φωτογραφική Εταιρεία της Αγγλίας τον Μάιο του 1940, αναφέροντας μεταξύ των άλλων: "αυτό το τμήμα που είναι ευαισθητοποιημένο στο μπλε-πράσινο φως έχει χαρακτηριστικά μεγάλης αντίθεσης, όμοια με εκείνα των βρωμιούχων χαρτιών πολύ μεγάλης αντίθεσης, ενώ το άλλο τμήμα που δεν είναι ευαισθητοποιημένο, είναι μάλλον πιο μαλακό σε διαβάθμιση και από τα αντίστοιχα βρωμιούχα χαρτιά".  Και ο Ρένβικ συνεχίζοντας την περιγραφή αυτού του χαρτιού με τη "μαγική ποιότητα", το οποίο μπορούσε να προσαρμόζεται μ' όλες σχεδόν τις απαιτήσεις του αρνητικού, έκανε κι αναφορά σ' έναν σκοτεινό θάλαμο στον οποίον θα ήταν απαραίτητο μόνο ένα κουτί χαρτιά κι ένα σετ χρωματιστών φίλτρων. Η ανακάλυψη του Ρένβικ υπήρξε η βάση των σημερινών χαρτιών μεταβλητής αντίθεσης. Πράγματι η αρχή είχε γίνει, αλλά απαιτήθηκαν χρόνια και προηγήθηκαν πολλές βελτιώσεις πριν φτάσει το χαρτί στην παραγωγή. Παρόλα αυτά η ποιότητά του δεν ήταν καλή και με τίποτα δεν μπορούσε να συναγωνιστεί το χαρτί σταθερής διαβάθμισης. Ομως το χαρτί ήταν πλέον γεγονός και η εκτύπωση των ασπρόμαυρων φωτογραφιών έμελλε να γίνει πολυ πιο βολική και απλοποιημένη.

Τα χαρτιά μεταβλητής αντίθεσης ή πιο σωστά επιλεκτικής αντίθεσης, παρουσιάζουν μεγάλη ευκολία και ευελιξία κατά την επεξεργασία τους. Ομως κανένα χαρτί δεν είναι μαγικό από μόνο του και κανένα δεν μπορεί να εγγυηθεί καταπληκτικά αποτελέσματα χωρίς την ικανότητα και την εμπειρία του τυπωτή. Πρωτα-πρώτα πρέπει να μάθει κανείς να διαβάζει σωστά ένα αρνητικό (το καλό αρνητικό είναι η βάση για μια άριστη φωτογραφία) και να ξέρει φυσικά και τον τρόπο που επιτυγχάνεται ένα σωστό αρνητικό. Παράλληλα πρέπει να έχει αποκτήσει και κάποια εμπειρία με την τεχνική της εκτύπωσης, για να μην αισθάνεται ότι παλεύει με τα υλικά του.

Τα χαρτιά επιλεκτικής αντίθεσης (ινώδη και πλαστικά) αποτελούνται από δυο φωτοευαίσθητες επιστρώσεις. Μια χαμηλού κοντράστ, ευαίσθητη στο πράσινο μήκος κύματος του φωτός και μια υψηλού κοντράστ, ευαίσθητη στο μπλε μήκος κύματος του φωτός. Ο βαθμός της αντίθεσής τους μεταβάλλεται με τη χρήση φίλτρων, που τοποθετούνται πάνω ή κάτω από τον φακό του μεγεθυντήρα. Τα φίλτρα είναι αυτά που καθορίζουν το χρώμα του φωτός που θα δεχθεί το χαρτί και επομένως και το κοντράστ της εικόνας. Το χαμηλό κοντράστ επιτυγχάνεται με το κίτρινο φίλτρο, το οποίο απορροφά το μπλε μήκος κύματος, αλλά επιτρέπει να περάσουν το κοκκινο και το πράσινο. Το κόκκινο φως δεν επηρεάζει καθόλου, μόνο το πράσινο καταγράφεται στην επίστρωση της χαμηλής αντίθεσης. Το υψηλό κοντράστ επιτυγχάνεται με το φίλτρο ματζέντα (βιολετί) το οποίο απορροφά το πράσινο μήκος κύματος, επιτρέπει όμως να περάσουν το κόκκινο και το μπλε. Και πάλι το κόκκινο φως δεν επηρεάζει καθόλου, αλλά μόνο το μπλε καταγράφεται στην επίστρωση της υψηλής αντίθεσης.


Συμπερασματικά το κίτρινο φίλτρο απορροφά το μπλε φως και δίνει χαμηλό κοντράστ, ενω το φίλτρο ματζέντα απορροφά το πράσινο φως και δίνει υψηλό κοντράστ.





Ilford and Kodak multigrade filters



Συνεπώς μ' ένα και μόνο κουτί χαρτιών της νέας τεχνολογίας multicontrast (έχουν την ικανότητα να διατηρούν τα χαρακτηριστικά της αντιθεσης και της ταχύτητας τους για παραπάνω από τρία χρόνια) κι ένα σετ φίλτρων μπορεί κανείς να σώσει και να τυπώσει παραδεκτά, ένα οποιοδήποτε αρνητικό που ίσως κάποτε να το θεωρούσε άχρηστο.

Τα φίλτρα προσφέρουν πλήρη έλεγχο στην τονική παλέτα της εκτύπωσης. 'Οπως ένας ζωγράφος με το πινέλο του μπορεί ν" αλλαξει τοπικά το κοντράστ ενός πίνακα, έτσι κι ένας τυπωτής φωτογραφιών με τη βοήθεια των φίλτρων μπορεί να βελτιώσει την αναπαραγωγή των τόνων στα φωτεινά σημεία, ν' αυξήσει την αντίθεση τους ή να διαχωρίσει τους τόνους στις σκιές, για να πετύχει πιο πλούσια μαύρα και περισσότερες λεπτομέρειες.



Τα φίλτρα επιλεκτικής αντίθεσης είναι κατασκευασμένα από ζελατίνα διαφόρων πυκνοτήτων της ματζέντα και του κίτρινου χρώματος. Είναι τετράγωνα και έχουν διάφορα μεγέθη ανάλογα με το φορμά του μεγεθυντήρα. Τοποθετούνται πάντα σε ασπρόμαυρο και ποτέ σ' έγχρωμο μεγεθυντήρα, έστω κι αν έχει μηδενιστεί η χρωμοκεφαλή του. Δεν μπαίνουν ποτέ το ένα πάνω στ' άλλο, αλλά χρησιμοποιούνται μεμονωμένα είτε πάνω από τον φακό σε ειδικό συρτάρι, είτε κάτω από τον φακό. Τα τελευταία είναι μονταρισμένα σε πλαίσια κι έχουν λαβές για να μην λερώνονται με το πιάσιμο. Μπορούν ακόμα να μπουν και σε προσαρμογέα (ταιριάζει σχεδόν με κάθε τύπο μεγεθυντήρα), ο οποίος στερεώνεται στον αξονίσκο του κόκκινου φίλτρου ή στον φακό του μεγεθυντήρα. Ο προσαρμογέας, ένα εξάρτημα που μοιάζει με φυσσούνα κι έχει στο ένα άκρο του ένα κόκκινο φίλτρο, μειώνει κάθε πιθανό κούνημα της κεφαλής μεταξύ δυο εκθέσεων που γίνονται με διαφορετικό φίλτρο.


Ωστόσο τα φίλτρα είναι καλύτερα να τοποθετούνται πάνω από τον φακό, γιατί οι σκόνες, οι δακτυλιές και οι γρατσουνιές δεν αποτυπώνονται στην τελική εικόνα.


Αν η αντίθεση της εικόνας δεν είναι σvστών προδιαγραφών, αυτό ίσως να οφείλεται (μεταξύ όλων των άλλων) και στο φίλτρο της ματζέντα, το οποίο σε σχέση με το κίτρινο εξασθενεί πιο εύκολα εξαιτίας της θερμότητας.


Η ταχύτητα των χαρτιών επιλεκτικής αντίθεσης χωρίς φίλτρο είναι 500 ISO Με τα φίλτρα 00 μέχρι και 3,5 γίνεται 250 ISO και με τα φίλτρα 4 μέχρι και 5 γίνεται 125 ISO. 


Δηλαδή η ταχύτητα του χαρτιού αλλάζει ανάλογα με τα φίλτρα που χρησιμοποιεί κανείς κάθε φορά. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, για φωτογραφίες με την ίδια πυκνότητα, ο χρόνος εκτύπωσης με τα φίλτρα 00 - 3,5 παραμένει πάντα ο ίδιος, ενω διπλασιάζεται με τα φίλτρα 4,4,5 και 5. Π.χ. αν και για μια φωτογραφία με φίλτρο 2 χρειάζονται 12" και διάφραγμα F8, τότε για μια άλλη με φίλτρο 4 (από το ίδιο αρνητικό και με την ίδια πυκνότητα) θα χρειαστεί διπλός χρόνος έκθεσης ή διπλή ποσότητα φωτάς. Δηλαδή 24"και διάφραγμα F8 ή 12" και διάφραγμα F5.6




Η κλιμάκωση του φιλτραρίσματος που παράγουν τα βελτιωμένα φίλτρα έχει 12 διαβαθμίσεις:


•   Σετ φίλτρων llford     00 - 0 - 0,5 - 1 - 1,5 - 2 - 2,5 - 3 - 3,5 - 4 - 4,5 - 5


•   Σετ φίλτρων Kodak    -1 - 0 - 0,5 - 1 - 1,5 - 2 - 2,5 - 3 - 3,5 - 4 - 4,5 - +5




Τα ενδιάμεσα φίλτρα του μισού βαθμού επιτρέπουν μεγαλύτερο έλεγχο των τόνων, κατά την αναπαραγωγή των φωτεινών σημείων η τον διαχωρισμό των σκιών, απο ότι επιτυγχάνεται με τα χαρτιά σταθερής διαβάθμισης. Με αρνητικά χαμηλής αντίθεσης (υποεμφανισμένα - υποεκτεθειμένα) χρησιμοποιείται το φίλτρο 5, ενώ με αρνητικά υψηλής αντίθεσης (ύπερεμφανισμένα  - υπερεκτεθειμένα) το φίλτρο 1.


Είναι γνωστό ότι τα υποφωτισμένα αρνητικά είναι και τα πιο δύσκολα κατά την εκτύπωση. ενώ τα υπερφωτισμένα μπορούν να τυπωθούν ακόμα και χωρίς φίλτρο.




Συμπερασματικά  λέμε ότι:


Για τύπωμα χαμηλού κοντράστ χρησιμοποιούμε τα φίλτρα 00 - 1,5


Για τύπωμα μεσαίου κοντράστ χρησιμοποιούμε τα φίλτρα 2 - 3,5


Για τύπωμα υψηλού κοντράστ χρησιμοποιούμε τα φίλτρα 4 - 5










To πολλαπλό φιλτράρισμα


Λίγες εκτυπώσεις γίνονται μια κι έξω. Οι περισσότερες χρειάζονται συνδυασμό μασκαρισμάτων και καψιμάτων για καλύτερα αποτελέσματα. Τα μασκαρίσματα χρειάζονται συνήθως λιγότερο από τον μισό χρόνο της γενικής εκφώτισης, ενώ τα καψίματα χρειάζονται δύο, τρεις ή και τέσσερις φορές επιπλέον χρόνο.

Ομως με τά χαρτιά επιλεκτικής αντίθεσης αυτή δεν είναι και η οριστική λύση. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με τη βοήθεια των φίλτρων. Οταν έχει να κάνει κανείς μ'ένα δύσκολο αρνητικό ή μ' ένα αρνητικό που έχει περισσότερες τονικές διαβαθμίσεις από εκείνες του χαρτιού, δηλαδή όταν υπάρχει μια προβληματική κατάσταση μέσα στο ίδιο το αρνητικό, με πολλές παραλλαγές πυκνότητας αλλά και αντίθεσης, τότε χρειάζεται να γίνει συνδυασμός φίλτρων και ο χρόνος εκφώτισης να μοιραστεί ανάλογα.


Είναι σαφές ότι τα χαρτιά επιλεκτικής αντίθεσης , αποδίδουν περισσότερους τονικούς διαχωρισμούς από αρνητικά με οριακές αντιθέσεις και πυκνότητες, όπως π.χ. ένα πορτρέτο μέσα σε δωμάτιο που φωτίζεται από το παράθυρο. Το δέρμα έχει έναν μαλακό φωτισμό, το φόντο είναι πολύ σκούρο κι έξω από το παράθυρο όλα είναι πολύ φωτεινά. 


Το αρνητικό αυτό παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες και για να επιτευχθεί μια ισορροπημένη εκτύπωση, πρέπει πρώτα να τυπωθεί μια φωτογραφία στο ίδιο μέγεθος με την τελική και μετά να σημειωθούν επάνω της ο βασικός χρόνος έκθεσης και το αντίστοιχο φίλτρο για το μεγαλύτερο τμήμα της, καθώς και οι διάφοροι βοηθητικοί χρόνοι καψιμάτων και σκιάσεων με τα ανάλογα φίλτρα (πληροφορίες πολύ χρήσιμες για την τελική εκτύπωση). Τις πληροφορίες αυτές μας τις δίνει μια δοκιμαστική εκτύπωση από ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα του αρνητικού, Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής:











1) Κόβουμε μια μακρόστενη λουρίδα 25 Χ5 εκ. περίπου.


2) Επιλέγουμε το διαφραγμα και το φίλτρο που θεωρούμε κατάλληλα για τη μεγαλύτερη περιοχή της εικόνας, π.χ. διάφραγμα F8 και φίλτρο 3.


3) Κάνουμε 5 δοκιμαστικές εκφωτισεις με χρόνους 2", 4", 8", 16" και 32".


4) Εμφανίζουμε κι επιλέγουμε τον σωστό χρόνο εκφώτισης, ο οποίος μπορεί και να συμπέσει ανάμεσα σε δυο χρόνους. Αν ωστόσο η λουρίδα είναι υποφωτισμένη (επίπεδη ή λασπωδης) ή υπερφωτισμένη (με μεγάλη αντίθεση) τότε πρέπει 



• Να ανοίξουμε η να κλείσουμε τον φακό κατά ένα διάφραγμα και να επαναλάβουμε το τεστ.


• Να χρησιμοποιήσουμε έναν μεγαλύτερο η έναν μικρότερο αριθμό φίλτρου και να επαναλάβουμε το τεστ.




Στο σημείο αυτό πρεπει να υπογραμμιστεί ότι η πυκνότητα της τιμής των φίλτρων είναι η ίδια σ' όλους τους κατασκευαστές.









Κατά τη διάρκεια της εκτύπωσης με την τεχνική του συνδυασμού φίλτρων και χρόνων έκθεσης, μπορούμε π.χ. να κάψουμε μια φωτεινή περιοχή με ένα φίλτρο χαμηλού κοντράστ για περισσότερη αντίθεση, να χρησιμοποιήσουμε ένα φίλτρο μεσαίου κοντράστ για γενική εκφωτιση ή να μασκάρουμε με ένα φίλτρο υψηλού κοντράστ για μεγαλύτερο διαχωρισμό λεπτομερειών και πιο πλούσια μαύρα στις σκιές. 


Με αυτόν τον τρόπο έχουμε τρεις διαφορετικές διαβαθμίσεις χαρτιών (1,3 και 5) που όμως βρίσκονται πάνω στο ίδιο φύλλο χαρτιού. Εκτός αυτού και πολλές άλλες φωτογραφίες που τυπώθηκαν μ' ένα μονάχα φίλτρο, θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη ζωντάνια αν τους είχε γίνει και μια επιπλέον σύντομη εκφωτιση με ένα σκληρό φίλτρο.


Η συνεχής εξάσκηση μας βοηθά να εκτιμούμε τις διαφοροποιήσεις του κοντράστ χωρίς δοκιμαστικά. Γι'αυτό είναι σκόπιμο, όσοι έχουν μικρή εμπειρία με τις εκτυπώσεις να τυπώσουν μερικά αρνητικά μεσαίου όρου και με τα 12 φίλτρα. 'Ετσι μόνο θα μπορέσουν να σχηματίσουν μια ξεκάθαρη ιδέα για τον ρόλο που παίζει η αλλαγή των φίλτρων στην απόδοση του κοντράστ.






Διπλό φιλτράρισμα


Οι διάφορες διαβαθμίσεις των συμβατικών χαρτιών επιλέγονται για να ταιριάζουν με την κλίμακα διαβαθμίσεων του αρνητικού. Αρνητικά με χαμηλή αντίθεση τυπώνονται (για περισσότερους τονικούς διαχωρισμούς) σε σκληρά χαρτιά, ενώ αρνητικά με υψηλό κοντράστ (για περισσότερες λεπτομέρειες) απαιτούν μαλακά χαρτιά. Ομως αρκετές φορές η κλίμακα των διαβαθμίσεων του αρνητικού ξεπερνά εκείνη του χαρτιού, όπως π.χ. όταν :


-  Η έκταση της φωτεινότητας ενός τοπίου μπορεί να είναι πολύ μεγάλη. Καθώς το φιλμ των 36 στάσεων δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί καρέ καρέ, είναι αυτονόητο ότι η κλίμακα πυκνότητας μερικών καρέ θα υπερβεί εκείνη του φωτογραφικού χαρτιού. Στο αρνητικό μπορεί να φαίνονται κάποιες λεπτομέρειες στα φωτεινά ή στα σκιερά σημεία, αλλά όμως κατά την εκτύπωση θα θυσιαστούν ορισμένες, είτε από τις φωτεινές , είτε από τις σκοτεινές περιοχές.


-  Ο τρόπος εμφάνισης του φιλμ δεν είναι ο κατάλληλος για τον δεδομένο μεγεθυντήρα. Ο δείκτης αντίθεσης 0,56 είναι κατάλληλος για μεγεθυντήρα διάχυσης, αλλά πολύ υψηλός για τον συγκεντρωτικό. Ο σωστός δείκτης αντίθεσης της πυκνότητας του αρνητικού για συγκεντρωτικό μεγεθυντήρα είναι 0,45.


-  Το φιλμ μπορεί από κάποιο λάθος να έχει υπερεμφανιστεί (μεγάλος χρόνος εμφάνισης, υψηλη θερμοκρασία εμφανιστή, παρατεταμένη ανάδευση τανκ κ.λπ.).  Η συνηθισμένη λύση για την εκτύπωση αυτών των υπερεμφανισμένων αρνητικών είναι τα καψίματα και τα μασκαρίσματα, μια πρακτική που θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της εκτύπωσης και η οποία σ' έμπειρα χέρια δίνει άριστα αποτελέσματα.






Τα χαρτιά επιλεκτικής αντίθεσης διευκολύνουν τις εκτυπώσεις δύσκολων αρνητικών, οι οποίες θα χρειαζότανε μεγάλους χρόνους καψιμάτων και σκιασμάτων με χαρτιά σταθερής διαβάθμισης. Το φιλτράρισμά τους μπορεί να χωριστεί σε δυο μέρη : 


->  στο μαλακό φιλτράρισμα για την εκτύπωση των φωτεινών σημείων με ταυτόχρονη κάλυψη των σκούρων περιοχών και 

->  στο σκληρό φιλτράρισμα για την εκτύπωση των σκούρων περιοχών με ταυτόχρονο μασκάρισμα των φωτεινών σημείων. 


Με αυτή την τεχνική επιτυγχάνονται πολύ καλά αποτελέσματα, τα οποία θα ήταν δύσκολο να επιτευχθούν με χαρτιά σταθερής διαβάθμισης. 


Έτσι γίνονται εφικτές οι εκτυπώσεις δύσκολων αρνητικών, χωρίς καθολου ή με ελάχιστα καψίματα και μασκαρίσματα.

Με κάποια αρνητικά, οι επιθυμητοί φωτεινοί τόνοι μπορούν να τυπωθούν σωστά μάνο με το φίλτρο 0, αλλά κατ' αυτόν τον τρόπο οι σκιές θα χάσουν το ικανοποιητικό μαύρο. Προσπάθειες για τη βελτίωση των σκοτεινών περιοχών με αντίστοιχη αύξηση του χρόνου έκθεσης, πιθανόν να δώσουν απαραδεκτα λασπωμένες φωτεινές περιοχές.


Οι έμπειροι εκτυπωτές φωτογραφιών μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα ή με κάψιμο των σκούρων περιοχών ή με αύξηση του χρόνου εκθεσης, μασκαροντας ταυτόχρονα και τα φωτεινό σημεία. Το πρόβλημα μπορεί να γίνει ακόμα πιο σύνθετο ανάλογα με την πολυπλοκότητα της περιοχής που πρέπει να καεί ή να σκιαστεί. Χρειάζεται λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος για ν'αυξηθουν οι τιμές των σκούρων περιοχών, χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τις φωτεινές και κατά προτίμηση μια μέθοδος που ν'απαιτεί ελάχιστο μασκά-ρισμα ή κάψιμο. 


Αυτό επιτυγχάνεται με το φίλτρο 0 και μια συμπληρωματική έκθεση με το φίλτρο 5 πάνω στο ίδιο χαρτί, αλλά με τον φακό κλειστό κατά δύο στοπ. Τα φωτεινά μέρη αλλάζουν ελάχιστα, αλλά οι σκιές παράγουν βαθιά μαύρα. Η συμπληρωματική έκθεση με το φίλτρο 5 μπορεί να προηγηθεί ή ν' ακολουθήσει εκείνη που γίνεται με το φίλτρο 0. Είναι αυτονόητο ότι η τεχνική του διπλού φιλτραρίσματος δεν χρειάζεται, αν μπορούν να επιτευχθούν τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα των χαρτιών της σταθερής αντίθεσης.


Πρακτικά ξεκινάμε λοιπόν τις δοκιμαστικές λουρίδες για τις φωτεινές περιοχές, χρησιμοποιώντας μονάχα το φίλτρο 0. Σε αυτό το στάδιο αγνοούμε τις τιμές έκθεσης των σκούρων περιοχών. Αφού τυπώσουμε τα φωτεινά μέρη με τις απαιτούμενες λεπτομέρειες, στρέφουμε την προσοχή μας στις σκούρες περιοχές. Η επόμενη δοκιμαστική λουρίδα δέχεται πρώτα την ίδια έκθεση με αυτήν που είχε με το φίλτρο 0, αλλά ακολουθεί και μια δεύτερη μόνο με το φίλτρο 5. Ενα καλό σημείο εκκίνησης για το φιλτράρισμα με το φίλτρο 5, είναι το κλείσιμο του φακού κατά δύο στοπ (από το προηγούμενο διάφραγμα F 16 που είχαμε με το φίλτρο 0). Εμφανίζουμε κι εξετάζουμε τη δοκιμαστική αυτή λουρίδα για την πυκνότητα των σκιών της. Αν είναι ακόμα αδύνατη, ξαναεκθέτουμε ακριβώς όπως πριν, αλλά αυτή τη φορά κλείνουμε το διάφραγμα κατά 1,5 ή 1 στοπ. Αν οι σκιές είναι πολύ μαύρες, κλείνουμε το διάφραγμα κατά 2,5 ή 3 στοπ και συνεχίζουμε μ'αυτόν τον τρόπο μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα.


Εστω ότι η σωστή έκθεση για τις φωτεινές περιοχές με το φίλτρο 0 είναι F16 και 5". Η επόμενη έκθεση για τις σκούρες θα είναι η ίδια με την αρχική αλλά θ' ακολουθήσει και μια συμπληρωματική με το φίλτρο 5. διάφραγμα F32 και χρόνο 5". Κρατώντας όλα τα παραπάνω στοιχεία κάνουμε και διάφορες άλλες εκθέσεις ανοίγοντας ή κλείνοντας το διάφραγμα κατά μισό στοπ (F22.5 ή F32,5 κ.λπ ) μέχρι να πετύχουμε τη σωστή πυκνότητα στις σκούρες περιοχές.












Συμπέρασμα

Στα παραπάνω παραδείγματα δεν υπάρχει αισθητή αλλαγή στις φωτεινές περιοχές, όμως σι τιμές των σκούρων περιοχών αυξάνουν προοδευτικά σε πυκνότητα. Σε καμία από τις εκτυπώσεις δεν έγινε μασκάρισμα ή κάψιμο. Στη δεύτερη εκτύπωση με το φίλτρο 5 μπορεί να μειωθεί και ο χρόνος έκθεσης. Μερικοί μεγεθυντηρες έχουν ισχυρές λάμπες και επομένως χρειάζονται μικρούς χρόνους έκθεσης. Ετσι με το φίλτρο 0 και έκθεση 5", η συμπληρωματική έκθεση με το φίλτρο 5 μπορεί να διαρκέσει 1" (-2 στοπ). Η χρονομέτρηση όμως αυτή μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη, επειδή η λάμπα δεν έχει την ικανότητα να φθάσει στη θερμοκρασία εργασίας σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Άλλωστε με το κλείσιμο του διαφράγματος ο αρχικός χρόνος έκθεσης παραμένει αμετάβλητος, πράγμα που εκτός από το ότι είναι βολικό, αφήνει και χρόνο για κάποια επέμβαση.


Η τεχνική του διπλού φιλτραρίσματος είναι κατάλληλη όταν το κύριο τμήμα της εικόνας αποτελείται ως επί το πλείστον από φωτεινές περιοχές, οι οποίες μπορούν να τυπωθούν ικανοποιητικά μόνο με το φίλτρο 0. Κατά τη διάρκεια της εκτύπωσης μπορεί να γίνει μεγαλύτερος έλεγχος στην πυκνότητα των σκιών, ενώ συγχρόνως να μειωθεί (πολλές φορές και να καταργηθεί) η ανάγκη καψίματος ή σκίασης. Αυτή η τεχνική αποδεικνύει γι'ακόμα μια φορά την ευελιξία των χαρακτηριστικών ενός ήδη πολύπλευρου χαρτιού. Η χρήση της δε προσφέρει και περιθώριο για πειραματισμούς με κανονικά ή ακόμα και με χαμηλού κοντράστ αρνητικά.


Τα πολύπλευρα λοιπόν αυτά χαρτιά, που ταιριάζουν με όλα τα αρνητικά και οφείλουν την ύπαρξή τους στην περιέργεια και ευφυία του Αγγλου Φράνκ Φόρστερ Ρένβικ, έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ χάρη στις συνεχείς έρευνες και στον μεγάλο ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ των εταιρειών. Η βιομηχανία των φωτογραφικών χαρτιών με την 25ετή πείρα της μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη μακροβιότητα των πλαστικών. Οι δε επιστημονικές εκτιμήσεις που αφορούν τη διάρκεια ζωής των ινώδους και πλαστικής βάσης χαρτιών, ουσιαστικά δεν διαφέρουν. 


Και οι δυο τύποι, κάτω από ομαλές συνθήκες αποθήκευσης και έκθεσης, διατηρούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η άποψη ότι οι εκτυπώσεις σε πλαστικό είναι κατώτερες από τις χάρτινες και για τον λόγο αυτό ακατάλληλες για αρχειακή χρήση, είναι ξεπερασμένη και τεχνικά αστήρικτη. Τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα των πολύπλευρων αυτών χαρτιών, με το μεγάλο εύρος των τονικών τους διαβαθμίσεων, μπορούν να διατυπωθούν πολυ απλά με δύο  τρεις λέξεις: καλύτερη εκτύπωση, περισσότερη ευελιξία, μεγαλύτερη ποικιλία, επιλογή, ποιότητα.




κείμενο : Kατερίνα Πετρίδου,  AFIAP